Η σειρά Max Payne αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από τις δημοφιλέστερες στο χώρο των video games. Το ομώνυμο πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2001 για τα PC, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε στο PS2 και στο Xbox. Οι δύο εκδόσεις για την κονσόλα της Sony και της Microsoft αντίστοιχα, “έσπασαν” τα ταμεία πουλώντας περισσότερα από 4.5 εκατομμύρια αντίτυπα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η εμπορική επιτυχία έφερε την -ως τότε άσημη- φινλανδική εταιρία Remedy Entertainment στο προσκήνιο και βοήθησε την Rockstar Games να εδραιωθεί ως μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στην αγορά.
Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το sequel του Max Payne με τίτλο Max Payne 2: The Fall of Max Payne έφτασε στα ράφια των καταντημάτων για PC, PS2 και Χbox. Στους περισσότερους τομείς παρουσιάστηκε βελτιωμένο σε σχέση με τον προκάτοχό του, αλλά έγινε αποδέκτης έντονης κριτικής από το κοινό για την μικρή διάρκειά του. Κάλλιστα η συγκεκριμένη κυκλοφορία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βιαστική, με σαφή πρόθεση να εκμεταλλευτεί το momentum του πρώτου παιχνιδιού. Η απήχηση όμως δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού οι πωλήσεις δέχτηκαν σημαντικό πλήγμα πέφτοντας κατά 50% σε σχέση με το πρώτο μέρος και κάποια ενδεχόμενη συνέχεια ήταν αβέβαιη.
Ευτυχώς η Rockstar δεν εγκατέλειψε το project, αλλά μέσα στα εννέα χρόνια που μεσολάβησαν δούλεψε μεθοδικά, ξοδεύοντάς περισσότερο χρόνο στην ανάπτυξή του παιχνιδιού ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι το Max Payne 3 αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι θα κυκλοφορήσει το 2009, αλλά χρειάστηκε να περάσουν τρία έτη ακόμη ώστε να βγει στην αγορά. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, η διαφήμιση… έπεσε σύννεφο, μπήκαν οι τελικές πινελιές στο development και η αγωνία αλλά και οι προσδοκίες του κόσμου έφτασαν στο απόγειό τους.
Επιπρόσθετα, σημαντική μερίδα του κοινού διατηρούσε εύλογες ανησυχίες για το κατά πόσο το multiplayer κομμάτι θα μπορούσε να συμβαδίσει με την φιλοσοφία του τίτλου. Να αναφέρουμε πως για πρώτη φορά την συγγραφή του σεναρίου δεν ανέλαβε ο Sam Lake, δημιουργός του δημοφιλούς ήρωα, άλλα ο Dan Houser που είχε εργαστεί στο παρελθόν στα Red Dead Redemption και Grand Theft Auto. Η σημαντικότερη ίσως απουσία είναι αυτή της Remedy Entertainment που για πρώτη φορά δεν λαμβάνει μέρος στην ανάπτυξή του παιχνιδιού.
Ψυχολογικό ράκος
Έχουν περάσει οχτώ χρόνια από τα γεγονότα του Max Payne 2, με τον συμπαθή ντετέκτιβ να έχει παραιτηθεί από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης και να έχει μετακομίσει στο Hoboken του New Jersey. Στοιχειωμένος από το θάνατο της οικογένειάς του έχει βρει παρηγοριά στο αλκοόλ και στα χάπια. Σε μία από τις συνηθισμένες του “μπαρότσαρκες” μπλέκεται σε ένα καυγά με τον Anthony DeMarco, γιο ενός τοπικού μαφιόζου. Ένας παλιός γνωστός του Max από την Αστυνομική Ακαδημία, ο Raul Rassos, βοηθά τον πρωταγωνιστή να βγει ζωντανός από την αναμέτρηση και στη συνέχεια του προσφέρει δουλειά σωματοφύλακα στη Βραζιλία.
Ο Max αν και αρχικά διστάζει, αποφασίζει τελικά να ακολουθήσει τον Raul στο Sao Paulo ώστε να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Ο νέος του εργοδότης είναι η οικογένεια Branco, μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας, η οποία αποτελείται από τον επιχειρηματία Rodrigo, τον πολιτικό Victor και τον party animal Marcelo. Σε ένα party του Rodrigo, στο ρετιρέ ενός ουρανοξύστη, η τοπική συμμορία Comando Sombra εισβάλλει και απαγάγει τον οικοδεσπότη και την γυναίκα του Fabiana.
Το σενάριο είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο, ενώ η αφήγησή του, είτε μέσω των cutscenes, είτε μέσω μονολόγων του κεντρικού πρωταγωνιστή, θα σας εντυπωσιάσει. Συμμορίες, ακροδεξιές μιλιταριστικές οργανώσεις, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, παιχνίδια εξουσίας και ένας αυτοκαταστροφικός ήρωας που βρέθηκε στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή, συνθέτουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία που υπόσχεται από την αρχή ως το τέλος της να σας κρατήσει καρφωμένους στις οθόνες σας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου