Black Mirror 2 για τρελλαμένους...

Το παιχνίδι ανέπτυξε η τσεχική Future Games, από την οποία περιμένουμε οσονούπω την αγγλική έκδοση του Alter Ego (αν και οι πρώτες αντιδράσεις από τους Γερμανούς gamers που το έχουν στα χέρια τους από τις 26 του Μάρτη δεν είναι και πολύ ενθουσιώδεις). Η ομάδα ανάπτυξης του Black Mirror 2 δεν έχει σχέση με τη Future Games. Πρόκειται για τη γερμανική Cranberry Production (πρώην 4HEAD Studios). Εκδότρια εταιρεία είναι η επίσης γερμανική DTP Entertainment.
Το πρώτο Black Mirror είναι ένα αρκετά καλό adventure, με κυριότερο ατού του (κατά την ταπεινή μου άποψη) την ατμόσφαιρά του. Έχει βέβαια κάποια σημαντικά ελαττώματα, όπως τις μετριότατες ερμηνείες των ηθοποιών και ολίγον από pixel hunting, αλλά σε γενικές γραμμές ξεχώρισε από τον σωρό και μνημονεύεται ακόμη και σήμερα ανάμεσα στους φίλους των adventures. Ειδικά σε μία περίοδο όπου τα FPS κυριαρχούσαν απόλυτα στον χώρο των video games (θυμίζω ότι το 2004 κυκλοφόρησαν δύο παιχνιδάκια ονόματι Doom 3 και Half Life 2), το Black Mirror αποτέλεσε μία όαση για τους adventure gamers. Παρότι δεν χρειάζεται να έχετε παίξει το Black Mirror για να ακολουθήσετε το σενάριο του Black Mirror 2, σας συνιστώ να το κάνετε (αν δεν το έχετε κάνει ήδη). Θα αποκτήσετε μία πληρέστερη εικόνα της ιστορίας. Άλλωστε οι όποιοι λόγοι τεχνικής φύσεως θα σας απέτρεπαν να παίξετε παιχνίδι εξαετίας οποιουδήποτε άλλου είδους, δεν «αγγίζουν» τα adventures. Για τους λόγους αυτού του review τερμάτισα ξανά το παιχνίδι σε υπολογιστή με Windows 7 και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τρέχει απροβλημάτιστα.
13ος αιώνας, Willow Creek, Αγγλία. Μετά από μία δραματική μάχη ο Marcus Gordon σκοτώνει τον σατανικό αδερφό του, Mordred. Κυριεύει το κάστρο Black Mirror και γίνεται ο πατριάρχης του Οίκου των Gordon. Το 1969 ο νεότερος γόνος της γενιάς των Gordon, ο Samuel, φεύγει συντετριμμένος από το κάστρο μετά από την πυρκαγιά που στοίχισε τη ζωή της αγαπημένης του γυναίκας, Cathrin. Επιστρέφει 12 χρόνια αργότερα, το 1981, για να διερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες – φαινομενικά – αυτοκτόνησε ο παππούς του, William. 1993, Biddeford, Πολιτεία Maine, βορειοανατολικές ΗΠΑ. Ο νεαρός φοιτητής Φυσικής, Darren Michaels, επιστρέφει στο σπίτι του για τις διακοπές. Πιάνει απρόθυμα δουλειά στο τοπικό φωτογραφείο και μετράει ώρες μέχρι να επιστρέψει στη Βοστόνη. Τη βαρετή καθημερινότητά του στη μικρή, παραθαλάσσια πόλη έρχονται να ταράξουν μία γοητευτική βρετανίδα τουρίστρια, ένας μυστηριώδης ξένος που φαίνεται να ενδιαφέρεται για ορισμένους από τους κατοίκους του Biddeford, καθώς και η υποψία ότι το προσωρινό αφεντικό του δεν είναι απλά ένα άξεστο γουρούνι, αλλά κάτι πολύ χειρότερο…
Το σύστημα γρήγορης μετακίνησης (fast travel) του παιχνιδιού.Το σενάριο του παιχνιδιού θα μπορούσε να ανήκει σε ταινία τρόμου και μυστηρίου. Ενώνει πανέξυπνα τα δύο παιχνίδια, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας θα σας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Όπως και στο πρώτο παιχνίδι, έτσι και στο δεύτερο η ατμόσφαιρα είναι ίσως το πιο δυνατό του στοιχείο. Θα σας συναρπάσει και θα σας βουτήξει στον κόσμο του. Παρότι η επαρχιακή Βρετανία θεωρητικά προσφέρεται πολύ περισσότερο από τις βορειοανατολικές ΗΠΑ ως σκηνικό για μία τέτοια ιστορία, προσωπικά βρήκα πολύ πιο «ανατριχιαστική» την ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους του παιχνιδιού το οποίο εξελίσσεται στο Maine. Αναδίδει μία «υποβόσκουσα σαπίλα» και δίνει την αίσθηση μίας απροσδιόριστης απειλής που εκτίμησα ιδιαίτερα ως λάτρης περισσότερο του «λαβκραφτικού» τρόμου παρά του κλασικού γοτθικού.
Ο ρυθμός της εξέλιξης της ιστορίας είναι ανομοιογενής. Στο δεύτερο μισό του παιχνιδιού επιβραδύνεται αισθητά, κυρίως λόγω της κατακόρυφης αύξησης των γρίφων που αφορούν στην αλληλεπίδραση αντικειμένων (inventory based). Η ποιότητα της ιστορίας, όμως, καθώς και οι συνεχείς σεναριακές ανατροπές θα σας κρατήσουν το ενδιαφέρον μέχρι να το τερματίσετε. Γενικά, αναφορικά με το σενάριο του παιχνιδιού έχω μόνο δύο ενστάσεις. Πρώτον, εντόπισα μία αντίφαση η οποία μπορεί να μην αφορά σε κύριο στοιχείο του σεναρίου, αλλά σίγουρα πλήττει τη συνέπειά του και κατ’ επέκταση την αληθοφάνεια του παιχνιδιού. Για προφανείς λόγους, δεν μπορώ να την αποκαλύψω. Δεύτερον, το φινάλε μού φάνηκε πολύ απότομο. Θα δεχτώ ως ελαφρυντικό τη φράση «to be continued…» που εμφανίζεται μετά το τέλος των credits. Ελπίζω μόνο να μη χρειαστεί να περιμένουμε άλλο τόσο για το τρίτο μέρος, όπως έγινε με το Runaway.
Share on Google Plus

About Freegr network

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου