Στέλλα Παπασαραφιανού
Ο γαλλοκαναδικής καταγωγής Denis Villeneuve, έχει συνηθίσει εδώ και χρόνια μέσω της δικής του ξεχωριστής μανιέρας να δίνει πνοή σε ιστορίες μοναδικές, οι οποίες αφού τελειώσουν έχουν ‘χωθεί’ πριν καν το καταλάβεις κάπου ανάμεσα στον νου και στην καρδιά σου. Όσοι είδαν το Blade Runner 2049 και είναι ακόμη συνεπαρμένοι από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια τους, δεν είναι διόλου δύσκολο να επαινέσουν την σκηνοθετική ευφυΐα του Villeneuve.
Ο εμβληματικός αυτός δημιουργός έχοντας από την αρχή υπόψιν του το σπουδαίο έργο που θα αναλάμβανε να ενορχηστρώσει, εμπλούτισε με μία καινούργια παρακαταθήκη το σύμπαν που εγκαινίασε το 1982 ο Ridley Scott. Τίμησε το όραμα του προκατόχου του, όμως και ο ίδιος με την σειρά του έπλασε με τολμηρό και εξαιρετικά ευρηματικό τρόπο μία cyberpunk μυθοπλασία στην θέαση της οποίας αξίζει να υποκλιθείς. Για όσους έσπευσαν να προδικάσουν ως παρακινδυνευμένη αυτή του την κινηματογραφική απόπειρα, ισχυριζόμενοι μάλιστα πως δεν μπορεί οποιοσδήποτε να καταπιαστεί με μία τέτοια θεματολογία-πρόκληση, πλέον δια της μεγάλης οθόνης έχουν την ευκαιρία να λάβουν μιαν απάντηση άκρως κατατοπιστική. Ευτυχώς, προς τέρψιν του κοινού, να επισημανθεί ότι το τελικό αποτέλεσμα διαψεύδει πανηγυρικά την δυσμενή πρόβλεψη όσων αποδοκίμασαν προκαταβολικά την παραγωγή του Blade Runner 2049.
Το συγκεκριμένο φιλμ επιστημονικής φαντασίας αποτελεί ένα sequel που δίνει συνέχεια στο δυσοίωνα φουτουριστικό αριστούργημα του Scott, ενδεδυμένο με μία νέο-noir αισθητική. Στο ζοφερό και μεταποκαλυπτικό σκηνικό με την βροχερή ατμόσφαιρα που απαθανατίζεται μέσα από τον κινηματογραφικό φακό, ξεπροβάλουν άλλοτε οι πολυσύχναστες και αχανείς λεωφόροι του Los Angeles, και άλλοτε ερημικά μέρη που θυμίζουν κρανίου τόπο ενώ αποπνέουν μία μελαγχολική διάθεση, μία αίσθηση εγκατάλειψης και αλλοτρίωσης. Οι εναλλαγές ανάμεσα σε τοπία που μοιάζουν ολοσχερώς κατεστραμμένα, και στον φανταχτερό διάκοσμο της πολύβουης πόλης, με τα έντονα χρώματα, τις φωτεινές επιγραφές, τις ρεκλάμες που φιγουράρουν πάνω σε κτίρια και τα εναέρια οχήματα που ίπτανται πάνω από τους αυτοκινητόδρομους, συνθέτουν μία ιδιόμορφη ψυχεδελική δυστοπία όπου η πραγματικότητα διηθείται μέσα από ζωντανά ολογράμματα και παραστάσεις.
Η μυστηριώδης, ψυχρή και απόκοσμη αύρα που φέρει η μοντέρνα φυσιογνωμία του μελλοντικού ανθρώπινου πολιτισμού όλως παραδόξως κουβαλάει μαζί της την νοσταλγία για ένα παρελθόν πιο απλό, πιο οικείο και προσιτό. Τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, οι κοινωνικές ισορροπίες έχουν επαναπροσδιοριστεί χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι δεν παραμένουν εύθραυστες. Η συνύπαρξη μεταξύ ανθρώπων και ανδροειδών έχει επανακαθοριστεί με αυστηρότερους όρους έπειτα από την ολέθρια εξέγερση των μοντέλων που είχε κατασκευάσει ο Eldon Tyrell. Καταλύτης στην νέα τάξη πραγμάτων που αναδύθηκε, υπήρξε η πυρκαγιά που έπληξε την West Coast και αποδόθηκε σαν σφάλμα στα ελαττωματικά αντίγραφα της πρώτης γενιάς ρομπότ. Τώρα πια τα ‘ζωντανά ανθρώπινα’ ομοιώματα που κυκλοφορούν έχουν διαμορφωθεί ως πολύ πιο πειθήνια “προϊόντα” με τον εφευρέτη τους, τον Niander Wallace (Jared Leto) να αυτοανακηρύσσεται ως ο σύγχρονος «ΩΝ» με πιστό εκτελεστικό του όργανο την Luv (Sylvia Hoeks).
Από την ανταρσία που είχε προηγηθεί, έχει εξαλειφθεί κάθε ίχνος που να καταμαρτυρά τα βίαια επεισόδια και τα τεκταινόμενα της ταραχώδους εκείνης περιόδου. Όλα τα παλιά ψηφιακά αρχεία έχουν πια χαθεί. Τα ανδροειδή που κατόρθωσαν να διαφύγουν της σύλληψης και της εξουδετέρωσής τους, ζουν κρυμμένα αποφεύγοντας επιμελώς το άγρυπνο βλέμμα της κυβέρνησης. Ο νέος τους διώκτης, ο λεγόμενος Blade Runner ακούει στο όνομα Officer K (Ryan Gosling) και δείχνει άκρα υπακοή στην ανώτερή του, την αστυνομικό Joshi (Robin Wright). Παρηγοριά στην καθημερινότητά του είναι η συντροφιά της Joi (Ana de Armas) που συνοψίζει κάθε έννοια φροντίδας και αγάπης για εκείνον.
Ο K εν ώρα καθήκοντος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μία επισφαλή ανακάλυψη που είναι ικανή να κλονίσει συθέμελα ό,τι έχει διασωθεί μέχρι τώρα και να τινάξει στον αέρα κάθε τι που θεωρούνταν δεδομένο. Αποδύεται λοιπόν με επιμονή σε έναν αγώνα εύρεσης του προκατόχου του, Rick Deckard (Harrison Ford) ώστε να εξακριβώσει και δια στόματός του τί έχει συμβεί πραγματικά. Οι καταιγιστικές εξελίξεις μοιάζουν με κινούμενη άμμο που απειλεί να καταπιεί στην δίνη της όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, καθένα από τα οποία παίζει τον δικό του ρόλο του στην όλη υπόθεση, με τον παράγοντα της τυχαιότητας να φθίνει μπροστά σε ένα τελεολογικά δοσμένο σχέδιο. Ένα καλά φυλαγμένο μυστικό είναι σχεδόν έτοιμο να βγει στην επιφάνεια και να συμπαρασύρει μαζί του όσους έχουν πρόσβαση σε αυτό. Και επειδή “κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια”, η αλήθεια θα αποβεί πολύ πιο συνταρακτική απ’ ό,τι τολμάει κανείς να διανοηθεί.
Υπό τους μεγαλειώδεις ήχους των Hans Zimmer και Benjamin Wallfisch ο μυστηριακός χαρακτήρας της πλοκής επιτείνεται ακόμη περισσότερο, με τα ερωτηματικά να ξεπηδούν με την μορφή μίας μελωδίας-αινίγματος που φτάνει στα αυτιά του δέκτη για να τον κεντρίσει να ψάξει κι άλλο, πίσω από το προφανές και το χειροπιαστό. Τελικά, είναι δυνατόν η τεχνητή νοημοσύνη να υπερκεράσει την ανθρώπινη συνείδηση; Τα ανδροειδή μπορούν να ονειρεύονται, να διαθέτουν συναίσθηση, να έχουν ενδόμυχά τους φωλιασμένο το αίσθημα της ευθύνης; Πώς δημιουργούνται οι μνήμες; Ποιές είναι αυθεντικές και ποιες όχι;
Οι τεχνικές μοντάζ χρησιμοποιήθηκαν τόσο επιδέξια που απογείωσαν τον σεναριακό μίτο ως προς την απόδοσή του, με την πορεία της προσωπικής αναζήτησης και της κάθαρσης να προσιδιάζει σε ένα επώδυνο και αγωνιώδες ταξίδι ηθικής ολοκλήρωσης και δικαίωσης. Τον κεντρικό άξονα της ταινίας συναπαρτίζουν ένας χορός από αρχετυπικά σύμβολα, ένστικτα, απωθημένες αναμνήσεις και υπαρξιακά ζητήματα έχοντας στον πυρήνα του μία εσωτερική πάλη που οδηγεί τους ήρωες στην λύτρωση αφού πρώτα αγκαλιαστούν με τα “στοιχειά” του σκοτεινού παρελθόντος τους.
Ο Villeneuve ξεναγεί τον θεατή στην υγρή άβυσσο του βυθού του ασυνείδητου, με σχεδία διάσωσης του το συναίσθημα. Χωρίς επιτηδευμένα τεχνάσματα οι φιγούρες που σκιαγραφούνται, ψυχογραφούνται σε βάθος και όσο τις γνωρίζεις μέσα στις δυόμιση ώρες της κορυφαίας αυτής δραματουργίας τόσο περισσότερο δένεσαι μαζί τους. Το χάσμα αφενός ανάμεσα στην φαντασία και τον λογισμό, και αφετέρου ανάμεσα στην μοναξιά και την διαπροσωπική επαφή γεφυρώνεται χάρη στην κοφτερή ματιά του κινηματογραφιστή που παντρεύει την μοιραία και μεστή σε πάθη ανθρώπινη φύση με την απρόσωπη και μηχανική λογική της επιστήμης. Ο αυθορμητισμός του ατελούς και φθαρτού όντος συγκρίνεται με την υπολογιστική λειτουργία της τελειοποιημένης απομίμησής του η οποία όμως έχει πολλά ακόμη να μάθει από το πρωτότυπο της σε επίπεδο εμπειρικής βίωσης.
Οι μετρημένες και χωρίς δραματικές υπερβολές ερμηνείες του Ryan Gosling και του Harrison Ford δομούν δύο στιβαρές παρουσίες, επιβλητικές και με πυγμή, κάθε μία από τις οποίες θα απασχολήσει το κομμάτι της σκέψης και του θυμικού σου ακόμη και πολύ αργότερα αφότου έχεις βγει από την αίθουσα. Καθώς θα σιγοτραγουδάς πάνω στις νότες από επιτυχίες του Elvis Presley και του Frank Sinatra, θα ομολογήσεις ότι το BladeRunner 2049 πολύ απλά είναι «ό,τι θες να δεις και ό,τι θες να ακούσεις» στο σινεμά.
Γιώργος Πρίτσκας
*Το κείμενο περιέχει μικρά spoilers για το ύφος της κατάληξης της ταινίας, αλλά όχι για την πλοκή καθαυτή.
Ο Denis Villeneuve καταλαβαίνει απόλυτα τι είναι το Blade Runner και είναι πασιφανές σε κάθε πλάνο, σε κάθε σκηνή του “2049” πως έχει εντρυφήσει πάνω στην ταινία – σταθμό του Ridley Scott και αγωνιά να σταθεί αντάξιος. Παρόλα αυτά, δεν “παγιδεύεται” από αυτήν και το έργο δικαιολογεί και με το παραπάνω την ύπαρξή του. Αγνοώντας επιδεικτικά οποιαδήποτε εμπορική σειρήνα, παραδίδει λοιπόν μια ταινία που παραμένει πιστή στην ουσία και το ύφος του πρωτότυπου, χωρίς να υποκύπτει όμως στην ευκολία ενός καλογυαλισμένου, αλλά στείρου, μιμητισμού. Σε συνεργασία με τους “μάγους” Roger Deakins (που αν δεν πάρει –επιτέλους- Oscar, ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να κάνει ένας φωτογράφος για να τιμηθεί με το χρυσό αγαλματίδιο), Dennis Gassner (production designer) αλλά και τους Zimmer – Wallfisch στη μουσική επένδυση, ο Villeneuve χτίζει ένα σύμπαν τραχύ, αποπνικτικό και απάνθρωπο, όπου το ανθρώπινο συναίσθημα φαίνεται πιο σπάνια και από το φως του ήλιου.
To, πνιγμένο στην κακοφωνία των διαφημίσεων, Los Angeles αλλά και η ρημαγμένη και εχθρική φύση, είναι αποτυπωμένα, χωρίς αμφιβολία, με συγκλονιστικό εικαστικά τρόπο, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη ποικιλία στην χρωματική του παλέτα από το πρώτο. Κάθε πλάνο μοιάζει πραγματικά φιλόδοξο και μελετημένο, ενώ, ο δυναμικός φωτισμός, σήμα κατατεθέν της αισθητικής ταυτότητας του πρωτότυπου, δηλώνει δυναμικά παρών και εδώ, χαρίζοντας ένα αποτέλεσμα που προκαλεί αβίαστα θαυμασμό. Ωστόσο, ο Villeneuve έχει απομακρυνθεί από εκείνη την “ζεστή” μελαγχολία που χαρακτήριζε την ταινία του 1982, για κάτι πιο “κρύο”, “απόμακρο” και “αποστειρωμένο”. Το αν αυτό έχει γίνει εσκεμμένα για να στηρίξει πιο πειστικά την ιστορία του ή είναι απλά το ακούσιο αποτέλεσμα της εικονοκλαστικής (τέλειο)μανίας των συντελεστών, είναι ένα θέμα προς συζήτηση.
Εγώ επιφυλάσσομαι να πάρω τελική θέση μέχρι να το ξαναδώ. Πάντως, αυτή τη φορά, ο πρωταγωνιστής μας είναι ένα ον σχεδιασμένο να καταπιέζει τα συναισθήματά του μπροστά στον χρηστικό λόγο της δημιουργίας του και δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ο κόσμος του αποτελεί μια εξέλιξη του σύμπαντος που γνωρίζαμε, αφού η ταινία διαδραματίζεται τριάντα χρόνια μετά. Οπότε σεναριακά υπάρχουν “πατήματα” για την προσέγγισή του σκηνοθέτη αλλά και πάλι, δεν μπορώ να σας κρύψω πως υπήρχαν στιγμές που ένιωσα ότι αυτή η “αποστασιοποίηση” μου δημιουργούσε το συναίσθημα πως κάτι λείπει από το μίγμα. Η αλλαγή αυτή καθρεπτίζεται πολύ καθαρά και στην μουσική των Zimmer – Wallfisch. Οι blues μελωδίες του Vangelis έχουν αντικατασταθεί με “βαριές”, επιθετικές ambient συνθέσεις, όπου μικρά ψήγματα ανθρωπιάς (απαλών synth ήχων) μοιάζουν παγιδευμένα ανάμεσα σε χοντροκομμένα και βίαια ηλεκτρονικά ξεσπάσματα. Σίγουρα δεν στέκεται το ίδιο καλά εκτός ταινίας και δεν πρόκειται να αγαπηθεί όπως αυτή του Παπαθανασίου αλλά, η μουσική ως αφηγηματικό εργαλείο, λειτουργεί φανταστικά. Όταν όλη αυτή η καταπιεσμένη ανθρωπιά “απελευθερώνεται” στο λυτρωτικό φινάλε με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης μελωδίας, το συναίσθημα κατακλύζει τον θεατή που απεγκλωβίζεται, “ξεσκάει” και “αναπνέει” επιτέλους κι αυτός μαζί με τον ήρωα της ταινίας.
Νομίζω ότι είναι από τις ωραιότερες σε στήσιμο και εκτέλεση καθαρτήριες σεκάνς των τελευταίων ετών. Λιτή μα παντοδύναμη. Όσον αφορά στο σενάριο, θα αρκεστώ στο να σας πω πως πρόκειται για “σκληροπυρηνική” επιστημονική φαντασία που αντλεί έμπνευση και από απροσδόκητες πηγές όπως το πρόσφατο “Her” ή τα έργα του Kafka. Η ιστορία φυσικά είναι στημένη γύρω από το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και ενώ είναι “πλούσια” στην οπτική της, νομίζω ότι δεν είναι τόσο “λεπτοδουλεμένη” και διαυγής όσο το πρώτο. Αργό και εγκρατές σεναριακά, καθηλωτικό αισθητικά και ενδιαφέρον φιλοσοφικά, το Blade Runner 2049 είναι μια υπνωτικά μυσταγωγική εμπειρία, που εμένα προσωπικά με συνεπήρε. Δεν ξέρω που τοποθετείται σε σχέση με την ταινία του Ridley Scott, αυτό μόνο ο χρόνος και θα το δείξει και ακόμα και η δική μου προσωπική άποψη αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο “αριστούργημα” και το “άνισο αριστούργημα”, που για να είμαι ειλικρινής, το δεύτερο είναι ο τίτλος που θα έβαζα σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Villeneuve. Το μόνο σίγουρο είναι πως το Blade Runner 2049 είναι μια ταινία για την οποία αξίζει να συζητάμε.
Αντώνης Παυλίδης
Βρισκόμαστε τρείς δεκαετίες μετά από τις περιπέτειες του κυνηγού επικηρυγμένων ανθρωποειδών Rick Decard και ακολουθούμε έναν νεαρό αστυνομικό ο οποίος ξεσκεπάζει ένα παλιό μυστικό που φαίνεται να συνδέεται με το παρελθόν του και είναι ικανό να ανατρέψει την ισορροπία των πραγμάτων. Ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας αφηγηθεί αυτή την ιστορία είναι ο γαλλοκαναδικής προέλευσης σκηνοθέτης Denis Villeneuve. Πατώντας πάνω στα χνάρια του αρχικού Blade Runner (1982) που επηρέασε την ποπ κουλτούρα και επαναπροσδιόρισε το είδος των sci-fi ταινιών, καταφέρνει να κατασκευάσει ένα υπαρξιακό θρίλερ με πολλές συγκινήσεις και ακόμα περισσότερες εκπλήξεις. Χωρίς καμία διάθεση αντιγραφής του πρώτου φιλμ, ο εξαιρετικός Villeneuve αφήνει το προσωπικό του στυλ να αναπτυχθεί άφοβα στην ταινία και μας βυθίζει σταδιακά στους ρυθμούς μιας πραγματικότητας καθόλου μακρινής και σίγουρα καθόλου ξένης. Στην υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος στάθηκε δίπλα του ο κινηματογραφιστής που έχει χάσει 13 φορές το χρυσό αγαλματίδιο, Roger Deakins.
Η σκοτεινή και βροχερή ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι δύο τους είναι πραγματικά καθηλωτική. Από το πρώτο εισαγωγικό πλάνο, είναι απλά ακατόρθωτο να τραβήξεις το βλέμμα σου μακριά από το πανί του κινηματογράφου με τα κίτρινα και γκρίζα χρώματα να σου γεννούν ιδιαίτερα συναισθήματα προσφέροντάς σου μία ζεστασιά και άνεση καθώς παρακολουθείς την πλοκή να ξετυλίγεται. Μέσα σε αυτόν τον απολαυστικό καμβά ο Villeneuve τοποθετεί αινιγματικούς ήρωες όπως τον λιγομίλητο Ryan Gosling, έναν μελαγχολικό άντρα χαμηλών τόνων ο οποίος αναζητάει την δικιά του αλήθεια μέσα σε ένα μοναχικό περιβάλλον. Η ερμηνεία του είναι αρκετά γοητευτική και ειλικρινής και θα έλεγα πως διεισδύει αρκετά βαθιά στα υπαρξιακά προβλήματα του χαρακτήρα του. Από την άλλη, η αντιηρωική περσόνα του Harrison Ford προσθέτει λίγο περιπετειώδεις τόνους που λειτουργούν ελαφρώς κόντρα στον υπνωτιστικό ρυθμό της ταινίας.
Η χημεία μεταξύ Ford και Gosling είναι εξαιρετική και δείχνουν να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή που βρίσκονται μαζί στην ίδια σκηνή. Όλα αυτά τα ωραία έρχεται να τα ντύσει με την μουσική του επένδυση ο εμβληματικός πλέον Hans Zimmer αφήνοντας μία γεύση νοσταλγίας στις περιπέτειες των ηρώων. Ο Zimmer ξέρει ακριβώς τι να κάνει για να τον προσέξεις σε μία ταινία, αυτό ακριβώς κάνει και αυτή την φορά, με αρκετά επιτυχημένο τρόπο. Μου άρεσε η μουσική του, κάτι που δεν μπορώ να πω για τον χαρακτήρα του Jared Leto τον οποίο τον βρήκα λίγο μονότονο και προβλέψιμο σε αρκετά σημεία της πλοκής. Το υπόλοιπο κάστινγκ είναι αρκετά αξιόλογο και θα δείτε ερμηνείες υψηλού επιπέδου. Όσο για την διάρκεια της ταινίας συμφωνώ πως είναι αρκετά μεγάλη αλλά υπάρχει λόγος γι’αυτό. Ο Villeneuve εστιάζει στους χαρακτήρες και στον τρόπο που αυτοί αλληλοεπιδρούν σε ένα μοναχικό και κονσορβοποιημένο περιβάλλον.
Καταλαβαίνω πως αυτός ο αργός ρυθμός ίσως δυσαρεστήσει κάποιους αλλά νιώθω πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένας καλύτερος τρόπος αφήγησης. Το Blade Runner 2049 παρουσιάζει ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής το οποίο δένει μοναδικά με το φαντασμαγορικό οπτικοακουστικό υπερθέαμα που ξεδιπλώνεται πάνω στο λευκό πανί. Ο γαλλοκαναδός σκηνοθέτης κατασκευάζει ένα εκπληκτικό υπαρξιακό έπος που αξίζει ανεπιφύλακτα την προσοχή σας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου