Η ιστορία εκτυλίσσεται στην πόλη Ilden, στο βασίλειο του Keidas, όπου δαιμονικές οντότητες γνωστές ως Wraiths, εισέβαλαν από μία πύλη που άνοιξε ξαφνικά. Εκτός του ότι διαθέτουν εξώκοσμη δύναμη και ασταμάτητη δίψα για αίμα, μπορούν να πάρουν τον έλεγχο των σωμάτων των θυμάτων τους και να τα μετατρέψουν σε διεφθαρμένα τέρατα που επιτίθονται στους πάντες. Εσείς αναλαμβάνετε τον έλεγχο της Briar, μίας πολεμίστριας η οποία έχει σταλθεί για να καταστρέψει τα Wraiths και να σταματήσει την εισβολή τους. Η γενναία και παρορμητική Briar είναι μέλος μίας επίλεκτης ομάδας ιπποτών και επίσης, είναι Chimera, δηλαδή το αποτέλεσμα της συγχώνευσης δύο ψυχών, ώστε να αποκτήσει υπεράνθρωπες δυνάμεις.
Η ψυχή που θυσιάστηκε, άνηκε στην αδελφή της, την γλυκιά και ευγενική Lute, η οποία είναι μαζί με την Briar, ως πνεύμα και διαθέτει μαγικές δυνάμεις. Έτσι λοιπόν, οι δύο αδερφές, ξεκινούν το δύσκολο έργο τους. Η ιστορία δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο και οι χαρακτήρες είναι αρκετά μονοδιάστατοι. Από την άλλη, υπάρχει αρκετό world building, και κρατά αρκετά το ενδιαφέρον, ώστε να θέλετε να μάθετε πώς εξελίσσεται η πλοκή, έστω και αν πρόκειται για ένα στερεοτυπικό, dark fantasy σενάριο με ξίφη και μαγεία.
Στην αρχή ανέφερα πως το Soulstice έχει ως πρότυπο το Devil May Cry. Αυτό είναι ξεκάθαρο στο αρκετά παλιομοδίτικο στιλ του gameplay. Προχωράτε μέσα στις πίστες και πολεμάτε τέρατα, μαζεύοντας έτσι κρυστάλλους που χρησιμοποιείτε για αναβαθμίσεις. Μετά από κάθε μάχη, βαθμολογείστε και ανάλογα με το πόσο καλά τα πήγατε, κερδίζετε και έξτρα κρυστάλλους. Επίσης, κάθε τόσο θα πρέπει να κάνετε λίγο platforming και να λύσετε μερικούς γρίφους (οι οποίοι δυστυχώς σύντομα γίνονται επαναλαμβανόμενοι και διακόπτουν την ροή του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά να γίνονται κουραστικοί). Ακόμα και ο τρόπος που λειτουργεί η κάμερα, θυμίζει τα παλιά DMC. Όσο είστε εκτός μάχης και εξερευνάτε, η κάμερα έχει συγκεκριμένες γωνίες λήψης, ενώ όταν έρχεστε αντιμέτωπος με τέρατα, τότε γυρνά σε μία πιο κλασική, τρίτου προσώπου γωνία λήψης.
Το σύστημα μάχης είναι ικανοποιητικό, προσφέροντας μπόλικες επιλογές και όλα όσα θα περιμένατε από έναν τέτοιο τίτλο. Launchers, combos, parries, αποφυγές, άλματα κτλ. Το κύριο όπλο της Briar είναι το σπαθί της, αλλά στην πορεία βρίσκετε και καινούρια, ώστε να έχετε περισσότερες επιλογές σφαγής. Όμως, στην μάχη λαμβάνει μέρος και η Lute, η οποία επιτίθεται με μαγικές επιθέσεις αλλά και μπορεί να αποκρούσει τα χτυπήματα των αντιπάλων. Ακόμα, μπορεί να εκπέμψει κάποια πεδία ενέργειας, τα οποία χωρίζονται σε μπλε και κόκκινο. Πέρα από το ότι αυτό χρησιμεύει για να σκοτώσετε πιο εύκολα κάποια τέρατα, ανάλογα με το χρώμα τους, είναι και κάτι που χρειάζεστε για διάφορους γρίφους, platforming και την εξερεύνηση στις πίστες. Οπότε, πρέπει να μάχεστε με τρόπο που συνδυάζει τις ικανότητες των δύο αδελφών, ώστε να έχετε τα πιο αποτελεσματικά combos ενάντια στα θύματα που θα βρεθούν μπροστά σας. Πιο συγκεκριμένα, το παιχνίδι σας ανταμείβει αν παίζετε με αυτό τον τρόπο, καθώς όσο επιτίθεστε και με τις δύο αδερφές, αυξάνεται ο μετρητής unity. Όταν γεμίσει, μπορείτε να εκτελέσετε τους πάντες γύρω σας, με μία synergy κίνηση.
Φυσικά, υπάρχουν skill trees για την κάθε αδερφή. Εκεί ξοδεύετε τους κρυστάλλους που μαζεύετε, ώστε να αναβαθμίσετε τον εξοπλισμό σας, να φέρετε την κάθε χαρακτήρα στα μέτρα σας και να αγοράσετε νέες ικανότητες και κινήσεις, που σας χρειάζονται, αφού οι μάχες είναι γρήγορες και έντονες. Οι εχθροί δεν σας χαρίζονται (ειδικά στα μεγαλύτερα επίπεδα δυσκολίας) και γρήγορα βρίσκεστε περικυκλωμένος από μία αρκετά μεγάλη ποικιλία τεράτων που θέλουν να σας ισοπεδώσουν. Όταν όμως πιάσετε τον ρυθμό του παιχνιδιού, βρίσκετε μεγάλη ευχαρίστηση στο να κινείστε ανάμεσα τους, αποφεύγοντας ή αποκρούοντας τα χτυπήματα τους και μετά να εξαπολύετε ξίφη και μαγεία, καθώς τα πετσοκόβετε εντυπωσιακά.
Δυστυχώς, δεν έχει δοθεί η ίδια προσοχή στο level design, καθώς η δομή των επιπέδων είναι θυμίζει άλλες εποχές. Στην πλειοψηφία τους, οι πίστες του παιχνιδιού είναι σαν κάποιος να συνδύασε αισθητική Dark Souls/Bloodborne με το στήσιμο των παλιών DMC. Αυτό γίνεται πολύ πιο προφανές όταν κινείστε μέσα στα επίπεδα και ειδικά στα σημεία που απαιτούν platforming (με την κάμερα να αποτελεί την κύρια πηγή τεχνητής δυσκολίας) ή την λύση γρίφων. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορείτε να αποφύγετε, επειδή πρέπει να ψάξετε την κάθε πίστα για μυστικά και πράγματα να σπάσετε, έτσι ώστε να αποκτήσετε περισσότερους κρυστάλλους και καλούδια. Απλά η εξερεύνηση δεν είναι και τόσο ενδιαφέρουσα, εξαιτίας της προαναφερθείσας, παλιομοδίτικης και σχετικά βαρετής δομής των επιπέδων. Βέβαια, αυτό είναι και κάτι που μπορεί να αρέσει σε όσους ψάχνουν για κάτι πιο old-school, οπότε περί ορέξεως…
Οπτικά, το Soulstice είναι επαρκές. Τα γραφικά ακροβατούν μεταξύ ρεαλισμού και cel-shaded anime gothic αισθητικής, με επιρροές από παιχνίδια όπως Dark Souls, Bloodborne, και λίγο Nier. Συνολικά πάντως, δεν είναι και ότι καλύτερο έχετε δει και θυμίζει περισσότερο τίτλο προηγούμενης γενιάς. Αυτό που ενοχλεί περισσότερο όμως, είναι πως δεν υπάρχει ποικιλία στα περιβάλλοντα. Την περισσότερη ώρα είστε σε διαδρόμους, μπουντρούμια, ναούς και αρένες που εικαστικά είναι τα κλασικά, σκοτεινά και καταχθόνια στερεότυπα μεσαιωνικής fantasy ατμόσφαιρας που συναντάμε σε άλλα πόσα παιχνίδια. Υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις όπου φαίνεται λίγη διάθεση για κάτι πιο δημιουργικό και διαφορετικό στο μάτι, όπως τα challenge rooms που βρίσκετε, αλλά είναι πολύ λίγες. Στον ήχο το παιχνίδι τα πάει λίγο καλύτερα. Το soundtrack χαρακτηρίζεται από electronica και rock στοιχεία και συμβάλλει στην ένταση της μάχης. Επίσης τα εφέ είναι τίμια. Όμως κι εδώ υπάρχει ένα μελανό σημείο: τo voice acting. Σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί ακούγονται σαν να κάνουν απλή ανάγνωση του σεναρίου και να βαριούνται. Υποθέτω πως αυτό έχει να κάνει με το ότι προσπαθούν να μιλήσουν στωικά, όπως συμβαίνει σε ιαπωνικά παιχνίδια. Το πρόβλημα είναι όμως, πως δεν πρόκειται για Ιαπωνικό παιχνίδι, στην ιαπωνική γλώσσα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου