Το Obduction ξεκινάει με τη μεταφορά σας σε ένα ξένο πλανήτη, με την εισαγωγή να είναι αρκετά εντυπωσιακή. Βρίσκεστε πάνω σε ένα μονοπάτι σε κάποιο άγνωστο σημείο στην Γη, ενώ παράλληλα μία φωνή (που αποδεικνύεται αργότερα ότι είναι ένας από τους χαρακτήρες του παιχνιδιού, η Farley) εξιστορεί την προσωπική της εμπειρία. Ξαφνικά κάτι που μοιάζει με διάττοντα αστέρα εμφανίζεται και εσείς πηγαίνετε προς τα εκεί. Ένα άγνωστο αντικείμενο που μοιάζει με γιγαντιαίο σπόρο βρίσκεται μπροστά σας και προτού το καταλάβετε μεταφέρεστε στον πλανήτη. Εδώ ξεκινάει πρακτικά και το παιχνίδι. Σε αντίθεση με τα Myst, όπου ουσιαστικά πάντα απαντούσατε στην έκκληση βοήθειας του φίλου Atrus ο οποίος και έκανε έναν πρόλογο για το στόρι του εκάστοτε παιχνιδιού, εδώ τα πράγματα είναι εντελώς μοναχικά. Δε γνωρίζετε τίποτα για τον πλανήτη, ούτε τον λόγο για τον οποίο μεταφέρεστε εκεί. Οπότε πρέπει να τα ανακαλύψετε όλα. Όπως σε κάθε παιχνίδι της Cyan, έτσι και εδώ βρίσκετε πολλά journals και logs των χαρακτήρων, μέσα από τα οποία μαθαίνετε και δένετε την όλη ιστορία.
Μέσα από τα journals αυτά, μαθαίνετε για τους τέσσερις αδερφούς πλανήτες και τους αντίστοιχους κατοίκους τους.
Ο βασικός κόσμος για εσάς είναι ο Hunrath, ένας πλανήτης-αντιγραφή της Αμερικανικής Αριζόνα των αρχών του 20ού αιώνα, στον οποία απήχθη και μεταφέρθηκε ολόκληρη κοινότητα μεταλλουργών-μεταλλωρύχων. Παράλληλα υπάρχει ο Kaptar, κόσμος των εντομοειδών Arai, ο Soria που κατοικείται από τους αμφιλεγόμενους και τεχνολογικά προηγμένους Mofang και τέλος ο Maray, πατρίδα των ειρηνικών Villein. Οι τέσσερις αυτοί κόσμοι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της καρδιάς των “Δέντρων”, που αποτελούν πηγή ενέργειας και ισορροπίας. Τα δέντρα αυτά παράγουν και τους σπόρους μέσω των οποίων είναι δυνατή η μεταφορά μεταξύ των κόσμων. Ενώ, λοιπόν, στην αρχή οι τέσσερις φυλές προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν και να συνεργαστούν ειρηνικά, φαίνεται πως η ισορροπία αυτή έχει πλέον διαταραχτεί με αποτέλεσμα οι κόσμοι να έχουν πρακτικά ερημώσει.
Μακάρι να είχα να αναφέρω περισσότερα για το σενάριο. Δε θέλω να σας σποϊλάρω, αλλά δεν μπορώ και να κρατηθώ από το να γράψω πως σεναριακά το παιχνίδι δεν έχει τίποτα παραπάνω από αυτά που προανέφερα. Δυστυχώς, σε αντίθεση με τα Myst, το lore των οποίων προφανώς απασχολούσε πολύ τους δημιουργούς σε σημείο να το κάνουν βιβλίο, εδώ τα πράματα μένουν στην επιφάνεια. Ναι, διαβάζετε αρκετά journals, αλλά καμία σχέση με τον όγκο ανάγνωσης στα Myst. Ναι, μαθαίνετε πολλά τόσο για τους γήινους κατοίκους του Hunrath, όσο και για τους εξωγήινους κατοίκους των αδερφών πλανητών. Αλλά η πληροφόρηση μένει μόνο σε επίπεδο εγκυκλοπαιδικό - ποιοί είναι, πώς βρέθηκαν εκεί, πώς σχεδιάζουν να φύγουν. Δεν υπάρχει κατάλληλο υπόβαθρο και βέβαια καμία φιλοσοφική ή άλλη προέκταση του όλου σκηνικού. Απλά είστε σε ένα ξένο πλανήτη και πρέπει να βρείτε τρόπο διαφυγής.
Και βέβαια όταν μιλάμε για δημιούργημα της Cyan, γνωρίζετε εκ των προτέρων ότι η διαφυγή αυτή είναι πολύ δύσκολη. Νομίζω ότι στο Obduction η Cyan προσπάθησε να φτάσει το επίπεδο γρίφων και δυσκολίας του Riven. Δυστυχώς δεν τα καταφέρνει, όχι γιατί λείπει η δυσκολία – τουναντίον. Δεν τα καταφέρνει γιατί λείπει η πρωτοτυπία. Το Riven κυκλοφόρησε το 1997, σε μία περίοδο που ναι μεν οι κλώνοι του Myst είχαν κάνει την εμφάνισή τους, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεπεράσει το πρωτότυπο πλην των δημιουργών του. 20 χρόνια μετά και ενώ τα πάντα στο gameplay φωνάζουν Myst και Riven, κάτι ξενίζει. Και είναι αυτό που ενώ τότε συγκινούσε, τώρα δείχνει παλιακό και αδιάφορο, αν όχι εκνευριστικό.
- Blogger Comment
- Facebook Comment
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου