Ανήκω, οριακά έστω, στους τυχερούς οι οποίοι βίωσαν τη γιγάντωση των videogames τα τελευταία 25 χρόνια από πρώτο χέρι. Σε αυτά τα χρόνια έπαιξα αναρίθμητα παιχνίδια, έζησα συγκλονιστικές ιστορίες και δέθηκα με μοναδικούς χαρακτήρες. Θα μπορούσα να αναφέρω ορισμένους ως παράδειγμα, αλλά δεν θέλω να μας αποσυντονίσω. Σε αυτό το κείμενο θα μιλήσουμε για τον πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό όταν κάνω μια τέτοιου είδους συζήτηση και αυτόν ο οποίος με στιγμάτισε βαθύτατα, τον Arthur Morgan. Μεσολάβησαν αρκετά χρόνια από τη κυκλοφορία του αρχικού Red Dead Redemption μέχρι να φτάσει εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα του Οκτωβρίου, το οποίο με βρήκε με το αντίτυπο του πολυαναμενόμενου τότε Red Dead Redemption 2 ανά χείρας.
Όλα αυτά τα χρόνια ένα πράγμα ήταν ακλόνητο και δεδομένο στο μυαλό μου. «Κανείς δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον John Marston». Διάβαζα άρθρα λοιπόν για τον νέο ήρωα της Rockstar και τίποτα δε μπορούσε να με πείσει για το αντίθετο. Πώς θα μπορούσε ένας φαινομενικά άξεστος και μονοδιάστατος (!) παράνομος να ξεπεράσει το μεγαλείο του προκατόχου του; Πώς θα μπορούσε να σβήσει μέσα μου το συναίσθημα που ένιωσα όταν είδα τον John Marston να πέφτει νεκρός, προδομένος από αυτούς τους οποίους (αναγκαστικά) εμπιστεύτηκε; Εκείνη η πόρτα είχε κλείσει οριστικά όμως. Μπροστά μου ανοιγόταν μια καινούρια και πίσω της περίμενε ο «βαρύς», Arthur. Επέλεξα να την διαβώ με καθαρό μυαλό και λίγες προσδοκίες. Πλέον, δηλώνω με περίσσιο θάρρος και θράσος, πως εκείνος ο άξεστος και μονοδιάστατος χαρακτήρας είναι -κατά τη ταπεινή μου άποψη- ο πιο συγκλονιστικός ήρωας που γέννησε ποτέ το μέσο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Γεννημένος εν μέσω της πιο ταραχώδους περιόδου της αμερικανικής ιστορίας και γόνος ενός ζεύγους το οποίο είχε ήδη συνάψει συμφωνία με τον θάνατο, οι Μοίρες είχαν εξαρχής καταλήξει, με συνοπτικές διαδικασίες, στον τραγικό και βραχύβιο βίο τον οποίο έμελλε να ζήσει. Οι χαρές που έζησε ήταν «θολές», μασκαρεμένες πίσω από ανείπωτες συμφωνίες με τον Διάβολο, ενώ οι λύπες δεν έπαψαν ποτέ να τον μαστιγώνουν. Η ζωή, του προσέφερε φαινομενικές διεξόδους παραπάνω από μια φορές. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε και ερωτεύτηκε την Mary Gillis, αλλά αυτό δεν έμελλε να κρατήσει. Βλέπετε, το νέκταρ της ελεύθερης και παράνομης ζωής ήταν πολύ γλυκό. Μερικά χρόνια αργότερα, το καρότο που του πέταξε η ζωή ήταν μια νεαρή σερβιτόρα, ονόματι Eliza. Με την Eliza απέκτησε έναν γιο, τον Isaac, ωστόσο ούτε αυτό ήταν ικανό να τον κάνει να αναθεωρήσει τη στάση του. Τους επισκεπτόταν περιοδικά και, στα δικά του μάτια, έκανε ό,τι μπορούσε, δίνοντας χρήματα και στους δυο τους. Το μαστίγιο ωστόσο, ήρθε μερικά χρόνια μετά. Σε μια από τις επισκέψεις του, το μόνο που αντίκρισε ήταν δύο ξεθωριασμένοι, ξύλινοι σταυροί. Ληστές τους είχαν σκοτώσει εν ψυχρώ για μια χούφτα δολάρια. Μια θολή ανάμνηση ήταν όλη κι όλη αυτή που χαράχτηκε στο υποσυνείδητό του...
«Ο Isaac ήταν ένα καλό παιδί». Δεν είμαι άνθρωπος που πιστεύει στο κάρμα, στη τύχη ή στη μοίρα, αλλά δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την μετέπειτα συνειδητοποίηση του. Δεν γίνεται να ζεις μια ζωή μες στην αθλιότητα και να περιμένεις όμορφα πράγματα να σου συμβούν. Το τέλος του, επιβεβαίωσε ακριβώς αυτό. Άραγε, ήρθε ποτέ η περιβόητη εξιλέωση; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναλογιστεί ο καθένας μας, ξεχωριστά. Αρκεί όμως μια εκπρόθεσμη αλλαγή στάσης ούτως ώστε να διαγραφεί ένας βίος γεμάτος αίμα και οδύνη;
Η εύλογη απορία που προκύπτει είναι η εξής. Υπήρξε κάτι σταθερό κατά τη διάρκεια της ζωής του Arthur Morgan; Η απάντηση είναι ναι, υπήρξε μια σταθερά στη ζωή του η οποία όμως έμελλε να είναι και η καταδίκη του. Πρόκειται για τον άνθρωπο στον οποίο έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε και τον οποίο αποκαλούσε πατέρα μέχρι να κλείσει οριστικά τα μάτια του. Τον Dutch Van Der linde. Έχοντας βρεθεί μόνος σε νεαρή ηλικία και περιπλανώμενος στους δρόμους, ξεχασμένος από τη ζωή και δίχως κάποια προοπτική, η μοίρα διασταύρωσε το μονοπάτι του με αυτόν ο οποίος έμελλε να γίνει ο μέντορας του καθώς και του επιστήθιου φίλου του, Hosea Matthews. Οι τρεις τους, ίδρυσαν μια συμμορία η οποία με τα χρόνια μεγάλωσε, κυνήγησε, κυνηγήθηκε και έγινε η οικογένεια που ο ήρωας μας δεν είχε ποτέ ή δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αποκτήσει. Ο Dutch είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος. Η βαθιά του φιλοσοφική αντίληψη περί της ζωής και της φύσης, η αιώνια αναζήτηση της ουτοπίας καθώς και η εμμονή με τη δύναμη της γλώσσας έναντι των ίδιων των πράξεων έθεσαν τα θεμέλια μιας τραγωδίας (με τη θεατρική έννοια). «We are not criminals, we are outlaws», λέει και ξαναλέει, μεταδίδοντας τη λανθάνουσα νοοτροπία του με τρόπο μαεστρικό. Που ακριβώς όμως βρίσκονται τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ ηθικής και ανηθικότητας; Δικαιολογούνται όλες μας οι πράξεις εφόσον θεωρούμε πως γίνονται για έναν – κατά τη δική μας αντίληψη – ευγενή στόχο; Εν ολίγοις, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα ή πρόκειται για μια φράση της οποίας το νόημα απλώς δικαιολογεί την ύπαρξή της;
Αν εμβαθύνουμε περαιτέρω στη φιλοσοφική υπόσταση των δύο κύριων αυτών χαρακτήρων, του Arthur και του Dutch, τότε θα μπορέσουμε να δώσουμε την απάντηση ως προς το γιατί η σχέση μεταξύ των δύο παρέμεινε άρρηκτη όταν όλα συνέβαλλαν ως προς το αντίθετο και γιατί όλα κατέρρευσαν όταν οι εν γένει αντίθετες αντιλήψεις τους συγκρούστηκαν. Βλέπετε, ο Arthur είναι εκπρόσωπος της στωικής φιλοσοφίας, ενώ ο Dutch είναι ένας ουτοπιστής. Ο Arthur ενδιαφέρεται για την ίδια τη Φύση και τη ζωή, καθώς και για τη θέση του μέσα σε αυτό το αέναα κινούμενο σύστημα. Αναρωτηθήκατε ποτέ ποια είναι η πραγματική σημασία του ημερολογίου που κουβαλάει συνεχώς μαζί του και εμπλουτίζει ανά στιγμές; Κομμάτι του gameplay θα σκεφτείτε, το έχουν κάνει και άλλοι άλλωστε. Εν μέρει ναι, άλλωστε μιλάμε για ένα video game. Θα πρέπει όμως να αναλύσουμε το ημερολόγιο αυτό βαθύτερα, καθώς οι λεπτομέρειες αξιοποίησης του είναι που το διαφοροποιούν από αντίστοιχες προσπάθειες. Πόσες φορές, κατά τη διάρκεια της ειρηνικής σας περιπλάνησης, βρεθήκατε μπροστά από μια εικόνα την οποία ο Arthur έσπευσε να αποτυπώσει στο χαρτί μέσω μιας ζωγραφιάς; Πρόκειται για την σύνδεση μεταξύ του ανθρώπου και της Φύσης, του κόσμου μέσα στον οποίο ζει και στην ανάγκη για εξερεύνηση.
Παρατηρήσατε τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνετε τις επιδράσεις στο σώμα των φυτών που ανακαλύπτετε; Ο Arthur τις καταγράφει όλες. Δεν υπάρχουν τυμπανοκρουσίες εδώ με φανταχτερά μενού και tips επί της οθόνης. Θα βρεθείτε τόσο κοντά στη μαγεία της ζωής όσο θα επιτρέψετε εσείς οι ίδιοι στον Arthur. Πόσες φορές σταματήσατε ό,τι κάνατε, ούτως ώστε απλώς να θαυμάσετε το τοπίο, ένα ηλιοβασίλεμα, μια ανατολή ή απλώς ένα ρυάκι που κυλάει; Ο νου σας έμεινε σταθερός, στα άψυχα pixels ή δραπέτευσε σε μια ψυχική, προσωπική γαλήνη; Ο Σωκράτης μας διδάσκει το εξής: «Ο δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ», σε νέα ελληνικά δηλαδή, η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο. Η Φύση είναι ο Άνθρωπος και η αναζήτηση της εσωτερικής αρμονίας η κινητήριος δύναμη του Arthur Morgan. Αυτή η στάση, έρχεται δυστυχώς σε άμεση σύγκρουση με την αντίληψη του Dutch περί των πραγμάτων, όπως είπαμε λίγο παραπάνω και θα δούμε στη συνέχεια το γιατί.
Όλα τα προαναφερθέντα συμβάλλουν φυσικά ουσιαστικά τόσο στο να κατανοήσουμε τον ψυχισμό του Arthur αλλά τίποτα από αυτά δεν αποτελεί την πεμπτουσία του ημερολογίου. Αυτή, είναι οι ίδιες του οι σκέψεις οι οποίες αποτυπώνονται στο χαρτί και δεν εκφέρονται ποτέ. Οι σκέψεις αυτές δεν προσφέρουν απαντήσεις αλλά αντιθέτως, γεννούν περισσότερα ερωτήματα. Βλέπετε, το να διερωτόμαστε είναι μια ικανότητα πολύ πιο ισχυρή από το να απαντάμε. Σαφέστατα εμπνευσμένο από τα «Εις Εαυτόν» του Μάρκου Αυρήλιου, το ημερολόγιο του Arthur παρουσιάζει έναν άνθρωπο ο οποίος συνεχώς αναρωτιέται, αμφιβάλλει, εξετάζει και θέτει επί τάπητος σκέψεις καθώς και μια υποβόσκουσα φοβία σχετικά με τη θέση μας στον κόσμο. Ο ίδιος, δεν φοβάται τον θάνατο, τον έχει αντιμετωπίσει πολλές φορές. Δεν τον φοβάται ούτε όταν διαγιγνώσκεται με φυματίωση τελικού σταδίου. Από εκεί ουσιαστικά ξεκινάει και η απέλπιδα προσπάθεια της εξιλέωσης. Ο ίδιος φυσικά γνωρίζει πως δεν υπάρχει τέτοια για αυτόν. Έζησε μια κακή ζωή και θα πεθάνει ως ένας κακός άνθρωπος, η αντίληψη του πάνω σε αυτό είναι πολύ απλή. «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ό,τι έχει συμβεί, μπορούμε απλώς να προχωρήσουμε», δηλώνει. Για ποιο λόγο τότε αλλάζει; Γιατί αυτό ακριβώς είναι το σημείο της συνειδητοποίησης το οποίο ανέφερα στην εισαγωγή. Ο άνθρωπος είναι δυστυχώς ένα ον το οποίο πρέπει πρώτα να τα χάσει όλα ούτως ώστε να κατορθώσει να αποδιώξει τα δεκανίκια του.
Το να αλλάξει απλώς, δεν ήταν το πιο δύσκολο πράγμα για τον ίδιο. Το να διευρυνθεί η ήδη υπάρχουσα νοοτροπία του της συλλογικότητας καθώς και η κατανόηση (πλέον) πως όλοι σε τούτο τον κόσμο παλεύουν για την επιβίωση -πέραν δηλαδή της συμμορίας του- ήταν κάτι που θεωρώ θα γινόταν, αργά ή γρήγορα. Το πιο δύσκολο πράγμα για τον Arthur είναι η μια και μοναδική φορά κατά την οποία εξωτερικεύει το πιο βαρύ συναίσθημα που μπορεί να πλακώσει μια ανθρώπινη ψυχή. Τον φόβο. «Φοβάμαι», μοιράζεται με μιαν άγνωστη καλόγρια σε έναν σταθμό τρένων, με τους μορφασμούς του να παλεύουν να πνίξουν την έκρηξη των βαθιά θαμμένων συναισθημάτων του και με τα νοτερά του μάτια να πετούν τις τελευταίες σπίθες της ζωής που τελειώνει. Τί φοβάται, αλήθεια, ένας άνθρωπος σαν τον Arthur Morgan; Σίγουρα όχι τον θάνατο, όπως είπαμε, ούτε κάποια μορφή θείας δίκης. O Arthur, αρχικά, φοβάται τη λησμονιά. Παρατηρήσατε ποτέ κάποιο μέλος της συμμορίας, ακόμα και τα κοντινότερα του, να ενδιαφέρονται για την κατάστασή του; Αμυδρά και αδιάφορα ίσως, με τον ίδιο τον Dutch να μη δίνει σημασία, ξέροντας ωστόσο πολύ καλά πως ο επί είκοσι χρόνια στενός του συνεργάτης και σύντροφος μετράει αντίστροφα. Ο φόβος της λησμονιάς ίσως ακούγεται ως ματαιοδοξία εκ πρώτης, αλλά δεν είναι τόσο μονοδιάστατος. Το να θες να σε θυμάται έστω ένα άτομο με χαμόγελο όταν απλώς συλλογίζεται μόνο του, είναι ένα ευγενές και ανθρώπινο συναίσθημα. Πάρε ένα ρίσκο και στοιχημάτισε πως η αγάπη υπάρχει, του λέει η καλόγρια λίγο πριν τον αποχαιρετήσει για τελευταία φορά. Θα προσπαθήσω, απαντάει εκείνος. “Προσπάθησα… στο τέλος προσπάθησα”, μας λέει λίγο πριν πέσει η αυλαία. Και είναι αλήθεια. Το δεύτερο πράγμα που φοβάται ο Arthur Morgan είναι πως θα έχει ζήσει μια ζωή δίχως νόημα.
Ας επιστρέψουμε όμως στον Dutch. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, ο Dutch είναι ένας ουτοπιστής ή μάλλον, για να θέσω πιο στέρεες βάσεις στη συλλογιστική, ένας εκκολαπτόμενος ουτοπιστής. Απεχθάνεται την εξέλιξη, τη βιομηχανοποίηση και ιδιαιτέρως, απεχθάνεται το γεγονός πως ο καιρός του έχει παρέλθει. Πιστεύει σε θεωρίες και καταστάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να υλοποιηθούν και όσο πιο δύσκολη είναι η φαντασίωση τόσο πιο λυσσασμένα παλεύει για να τα καταφέρει, καταδικάζοντας εν τέλει τους πάντες γύρω του και καταπατώντας τις δικές του αρχές στις οποίες στήριξε όλο το οικοδόμημα της συμμορίας. «Έχω ένα σχέδιο», λέει και ξαναλέει. Το σχέδιο είναι να φύγουν όλοι για την Ταϊτή. Πόσοι από εσάς γνωρίζετε κατά πού πέφτει η Ταϊτή; Ας το κάνουμε λίγο πιο ενδιαφέρον. Πόσοι φτωχοί και αγράμματοι Αμερικανοί του 1899 γνώριζαν τί και που είναι η Ταϊτή; Κατανοώ φυσικά πως όλα αυτά ακούγονται παρανοϊκά με έναν απλοϊκό τρόπο, αλλά δείτε και την άλλη όψη. Πόσοι πίστεψαν, κάποτε, πως η Γαλλική Επανάσταση θα επιτύχει (έστω με τον βάναυσο τρόπο με τον οποίο έγινε); Η Αμερικανική; Πόσοι πίστεψαν, πριν εκατοντάδες χρόνια, πως ο απλός λαός θα εξέλεγε τους αρχηγούς του; Η ουτοπία, βλέπετε, κάποιες φορές όντως υφίσταται. Με κόπο, αίμα, αγώνες, έχουν επιτευχθεί σπουδαία πράγματα. Στη προκειμένη όμως, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί το οτιδήποτε. Βλέπετε, ο Dutch έπαψε να πιστεύει στον πιο βασικό παράγοντα. Τον άνθρωπο.
Όταν ο Arthur συνειδητοποιεί πως ο Dutch πλέον δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους ανθρώπους εντός των τειχών όσο για την επίτευξη του μεγαλεπήβολου στόχου του, καταρρέει και ουσιαστικά όλη του η ζωή. Marston, Abigail ακόμα και ο ίδιος ο Arthur αφήνονται στο έλεος της τύχης από τον Dutch ο οποίος από ένα σημείο και μετά διατυμπανίζει με τις πράξεις του πως όλοι πλέον γύρω του είναι απλώς τα μέσα στο δρόμο προς την εκπλήρωση του στόχου του και όχι άτομα τα οποία τον στήριξαν και τον θεωρούν οικογένεια. Τα πράγματα φυσικά δεν ήταν πάντοτε έτσι. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους ο Arthur δεν μπόρεσε ποτέ να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τον Dutch. Από αυτόν έμαθε να διαβάζει, να κυνηγάει, να αγαπάει την ελευθερία και να εκτιμάει την απλότητα. Πριν εκκολαφτεί ο προαναφερθέν ουτοπισμός εντός του Dutch (στην ακραία αυτή μορφή) ο ίδιος είχε εγκαθιδρύσει τη νοοτροπία του αναρχοκολεκτιβισμού. Με λίγα λόγια, όλη η κατασκήνωση βασιζόταν στην αλληλεγγύη, τη κατανόηση, τη συλλογικότητα και όλοι πάλευαν για ένα κοινό στόχο, έχοντας βρει επιτέλους τη θέση τους σε μια μικρογραφία της κοινωνίας η οποία τους είχε απορρίψει.
Επιπλέον, είναι πολέμιος της ατομικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης αγαθών ή μέσων παραγωγής. Στην κατασκήνωση φυσικά, θα θυμάστε πως μπορείτε να πάρετε ό,τι θέλετε αλλά είστε και «υποχρεωμένος» να συνεισφέρετε. Η νοοτροπία αυτή πατάει ακριβώς πάνω στη φιλοσοφία του Arthur και όταν ο ίδιος ο άνθρωπος που του την εντρύφησε αλλάζει άρδην, τότε γινόμαστε μάρτυρες μιας διαμάχης η οποία ξεφεύγει από τα στεγανά των απλώς διαφορετικών απόψεων. Ο Arthur λοιπόν, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τρία γεγονότα. Πρώτον, πως αφιέρωσε όλη του τη ζωή σε έναν άνθρωπο – κάνοντας μάλιστα σκληρά πράγματα για αυτόν – ο οποίος πλέον δεν είναι ο ίδιος, δεύτερον πως η στάση ζωής του αποτελεί πλέον ένα απολίθωμα και ποτέ δεν πρόκειται να βρει τη θέση του ξανά στον κόσμο μακριά από τον Dutch και, τρίτον, πως πριν αλλάξει ο αιώνας ο ίδιος θα υφίσταται μοναχά σε σκόρπιες αναμνήσεις.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ξεκινάει μια σκληρή και βάναυση μάχη ενάντια στο χρόνο. Τί ακριβώς όμως τρέχει να προλάβει ο Arthur; Τη λιγοστή ζωή που του απομένει ή το γεγονός πως είναι όλοι τους τα τελευταία απομεινάρια μιας Δύσης η οποία σύντομα θα έχει εκπολιτιστεί; Μικρή σημασία έχει. Και τα δύο είναι εξίσου καταδικαστικά για τον ίδιο. Η αλλαγή στάσης, ωστόσο, καθώς και η συνειδητοποίηση της ματαιότητας των όσων έχει κάνει φέρνουν αλλαγές στη τελική αυτή ευθεία. Ένα από τα πιο θλιβερά πράγματα που μπορεί να αντικρίσετε στη ζωή είναι το να βλέπετε έναν άνθρωπο να έχει μετανιώσει ειλικρινά για όσα έχει κάνει, δίχως να έχει μάλιστα τον χρόνο να τα αλλάξει. Ένα εξίσου θλιβερό πράγμα είναι το να προσπαθεί. Και ο Arthur Morgan προσπαθεί, με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει και με τη σωματική κατάρρευση να γίνεται συνεχώς εντονότερη, προσπαθεί. Δεν εισπράττει πλέον τα χρωστούμενα τα οποία συνεχώς ζητάει ο τοκογλύφος της συμμορίας, Strauss, αλλά, αντιθέτως, τα χαρίζει και δίνει και από τα δικά του. Ο κύκλος της ζωής τον φέρνει ξανά στο διάβα της οικογένειας του ανθρώπου που του ‘χάρισε’ τη φυματίωση και τους δίνει ένα σεβαστό ποσό, ζητώντας τους μοναχά να φύγουν μακριά και να ξεκινήσουν ξανά τη ζωή τους. Εκείνοι, σαν σε ένα ειρωνικό παιχνίδι της ζωής, τον ευχαριστούν από καρδιάς, ο Arthur ωστόσο ξέρει πως δεν αξίζει κανένα ευχαριστώ. Αυτός ευθύνεται για την κατάστασή τους. Γνωρίζει, επίσης, πως ο χρόνος για τον ίδιο είναι λιγοστός και τα αιματοβαμμένα χρήματα που κουβαλάει στις τσέπες του δεν έχουν καμία αξία πλέον. Ίσως, εν τέλει, να μην είχαν και ποτέ.
Όλες αυτές οι πράξεις φυσικά, όλη αυτή η συνειδητοποίηση και αλλαγή πλεύσης, δεν επαρκούν ούτως ώστε να νιώσει πως οτιδήποτε έχει νόημα. Το να δίνεις χρήματα σε μια οικογένεια την οποία έχεις διαλύσει είναι εκ φύσεως οξύμωρο. Η πραγματική εξιλέωση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια συνθήκη με την οποία μπορούμε να ταυτιστούμε. Η συνθήκη αυτή για τον Arthur είναι ο John Marston. Νέος, θερμοκέφαλος, ριψοκίνδυνος από τη μία, ντόμπρος, τίμιος, οικογενειάρχης και καλόκαρδος από την άλλη, διαθέτει στοιχεία τα οποία ο Arthur έχει θαμμένα βαθιά μέσα του και δεν θα προλάβει να ανασύρει ποτέ. Η πυρετώδης τελική ευθεία βρίσκει τους δύο τους να έρχονται πιο κοντά, σε μια άτυπη σχέση πατέρα-γιου της οποία την κατάληξη γνωρίζουν ήδη και οι δύο αλλά δεν παραδέχονται ποτέ, ούτε καν στο βαρύ και ασήκωτο φινάλε. «Άκουσε με... όταν έρθει η στιγμή θα πρέπει να τρέξεις και να μην κοιτάξεις πίσω... όλο αυτό έχει τελειώσει», λέει ο Arthur στον John, εννοώντας πολλά περισσότερα από την επιφανειακή ανάγνωση. Ο τρόπος ζωής τους δεν μπορεί να συνεχιστεί, η συμμορία έχει διαλυθεί, η Άγρια Δύση πλέον έχει εξημερωθεί και όλες οι υποσχέσεις του Dutch έχουν διαλυθεί σαν σκόνη στον άνεμο. Η τελευταία πράξη του Arthur Morgan στη δύση του αιώνα και της ζωής του θα είναι να σπρώξει μακριά από την ίδια μοίρα τον John Marston. Είναι το τελευταίο στοίχημα πως η αγάπη υπάρχει.
Η ζωή έχει μια σπουδαία ιδιότητα την οποία όλοι μας παραβλέπουμε σε καθημερινή βάση. Επαναλαμβάνεται. Επιστρέφει πάντοτε εκεί που ξεκίνησε, δίνοντας ωστόσο τα απαραίτητα εργαλεία ούτως ώστε να αλλάξουμε όσα χρειάζεται. Μην πάτε μακριά. Κάθε ημέρα είναι ίδια και απαράλλαχτη, τα προσωπικά μας βιώματα όμως μπορούν να την αλλάξουν άρδην. Τα γεγονότα της τελευταίας ληστείας φέρνουν στην επιφάνεια όλες τις υποβόσκουσες αλήθειες και το κάποτε σταθερό οικοδόμημα που φιλοτεχνούσε επί χρόνια ο Dutch γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος. Με τα εξάσφαιρα ανά χείρας, οι εναπομείναντες πρωταγωνιστές διαλέγουν επιτέλους πλευρές και η αρχή του τέλους ξεκινάει. Τα υψωμένα ρεβόλβερ του Arthur και του Dutch, με τα οποία σημαδεύουν ο ένας τον άλλο, σηματοδοτούν ταυτόχρονα τον θάνατο και τη γέννεση του ήρωά μας.
Το τελευταίο δίλημμα με το οποίο το Red Dead Redemption 2 σφαλιαρίζει τον παίκτη, εν μέσω της σύγκρουσης όλων των πλευρών στους πρόποδες του βουνού, είναι το εξής: θα γυρίσετε για τα χρήματα ή θα βοηθήσετε τον Marston να γλιτώσει «και ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω ποτέ μου», όπως ευθαρσώς δηλώνει ο Arthur; Στην ουσία δεν υπάρχει δίλημμα, πρόκειται απλώς για ένα στοχευμένο τρικ ούτως ώστε να συνειδητοποιήσετε την ματαιότητα ορισμένων πράξεων. Χάριν συζήτησης θα επικεντρωθούμε στη δεύτερη επιλογή και, γενικότερα, στο high honor finale, καθώς προσωπικά θεωρώ πως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος που το παιχνίδι είναι προορισμένο για να παιχτεί. Κατόπιν μιας ολιγόλεπτης, σκληρής αλλά και ανούσιας μάχης, ο Arthur συνειδητοποιεί το αναπόφευκτο. Έχει έρθει το τέλος. Ο John κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τον πείσει να συνεχίσουν αλλά αμφότεροι γνωρίζουν πως δεν πρόκειται να βγουν ζωντανοί και οι δύο μαζί. «Είσαι ο αδελφός μου», είναι τα τελευταία λόγια αγάπης που θα ακούσει στη ζωή του ο Arthur. Το στοίχημα έχει κερδηθεί. Η συνέχεια λίγη σημασία έχει. Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι σε αυτή τη ζωή, πρόκειται απλώς για μια υποκειμενική αλήθεια. Ο καθένας πράττει όπως προστάζει η προσωπική του ηθική, πράττει, αν θέλετε, «κατά τον δαίμονα εαυτού». Κάποτε, ο Arthur Morgan, είχε εκφράσει μια προσωπική επιθυμία. Να πεθάνει αντικρίζοντας τον ήλιο που δύει και να ξεψυχήσει ενθυμούμενος τις όμορφες στιγμές που έζησε με τη συμμορία, την οικογένειά του δηλαδή. Οι Μοίρες, ωστόσο, είχαν προνοήσει προ πολλού και για αυτό. Το τελευταίο πράγμα που αντανακλάται στα μάτια του Arthur Morgan είναι η ανατολή του ηλίου. Ένα νέο ξεκίνημα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου