Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τα γεγονότα του The Last of Us. Η Ellie και ο Joel, ζουν πλέον μια αρκετά πιο ήρεμη ζωή στο Jackson, αποτελώντας πολύτιμα μέλη μιας πολυπληθούς και ακμάζουσας κοινότητας. Η σχέση, ωστόσο, της, ενήλικης πλέον, Ellie με τον Joel δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε, με την αθυρόστομη πρωταγωνίστρια μας να δυσκολεύεται να δεχτεί κάποιες σκληρές αλήθειες.
Η διττή υπόσταση των αποφάσεων του παρελθόντος, δημιουργεί μια συγκλονιστική αλληλουχία γεγονότων η οποία μας κάνει μάρτυρες ενός εκ των πιο συνταρακτικών στιγμών στο gaming τα τελευταία χρόνια. Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκινάει μια ιστορία εκδίκησης βουτηγμένη στο αίμα, τον πόνο και την απώλεια. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε την έτερη, μεγάλη πρωταγωνίστρια του τίτλου, την Abby. Πρώην μέλος των Fireflies και νυν μιας παρόμοιας φατρίας, η Abby παρουσιάζει την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, κάνοντας τον παίκτη να αναθεωρήσει πολλά περί της ανθρώπινης ψυχής και θέτοντας επί τάπητος σημαντικά ερωτήματα. Υπάρχουν, εν τέλει, ήρωες και πρωταγωνιστές ή είναι όλα θέμα οπτικής; Γενικώς, το παιχνίδι κατορθώνει με έναν πρωτόγνωρο τρόπο να «παίξει» με τη ψυχοσύνθεσή σας, παραδίδοντας μια ιστορία η οποία θα κλωθογυρίζει μέσα σας για πολύ καιρό.
Παράλληλα με τα κύρια γεγονότα, τρέχουν και ορισμένες άλλες ιστορίες οι οποίες παρουσιάζονται μαεστρικά και διακλαδώνονται με πλήρως οργανικό τρόπο στα τεκταινόμενα του παρηκμασμένου αυτού κόσμου. Η σημαντικότερη εξ αυτών, ξεκινάει περί τα μισά του παιχνιδιού και αφορά ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητο θέμα το οποίο θίγεται με έναν λεπτό αλλά και ταυτόχρονα βαθύ τρόπο, κατορθώνοντας να περάσει το μήνυμα του δίχως να αποσυντονίζει στο ελάχιστο την προσοχή από εκεί που πρέπει να εστιαστεί. Σε γενικές γραμμές, τα ρίσκα που παίρνει το παιχνίδι είναι τόσο πομπώδη που καταφέρνει μέχρι και σήμερα να έχει φανατικούς υποστηρικτές και ορκισμένους πολέμιους των επιλογών των δημιουργών του. Προσωπικά, δε μπορώ παρά να υποκλιθώ. Είχε μια ιστορία να πει και το κάνει, αγνοώντας το τεράστιο fan base του προκατόχου του και σεβόμενο πλήρως το εκπληκτικό σύμπαν που δημιούργησε. Η δε αφήγηση, κυμαίνεται σε τέτοιο επίπεδο που ελάχιστα πονήματα στο μέσο έχουν καταφέρει να φτάσουν. Πρόκειται για τον ορισμό του sequel και ένα τίτλο του οποίου η βασική ιστορία σας συντροφεύει για τουλάχιστον 25-30 ώρες. Το εν λόγω remaster, ωστόσο, περιλαμβάνει και ένα νέο mode, το No Return, που αναμένεται να ανεβάσει αρκετά το κοντέρ και αναλύεται παρακάτω.
Ο βασικός πυρήνας του gameplay, χωρίζεται σε stealth και μάχες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το πρώτο σας μέλημα (πρέπει να) είναι να παραμείνετε άφαντος για όσο το δυνατόν περισσότερο. Η αρχιτεκτονική των επιπέδων, βοηθάει στο να καταστρώνετε τρομερές στρατηγικές επίθεσης, παραμένοντας ταυτόχρονα εκτός οπτικού πεδίου των εχθρών. Τόσο η Abby, όσο και η Ellie, έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν αυτοσχέδιους σιγαστήρες για το όπλο τους, ενώ δε λείπει και η πιο παραδοσιακή μέθοδος της βαλλίστρας και του τόξου αντίστοιχα. Όταν, φυσικά, βρεθείτε σε απόσταση αναπνοής, μπορείτε να αρπάξετε τον εχθρό από πίσω και να τον σκοτώσετε, με την Ellie να είναι αρκετά πιο γρήγορη σε αυτό το κομμάτι, σε μια από τις παικτικές διαφορές των δύο ηρωίδων μας. Μια άλλη διαφορά των δύο, αφορά τη σωματική δύναμη, καθώς η Abby -ούσα πιο μυώδης- είναι καλύτερη στις κοντινές μάχες, ενώ η Ellie μπορεί εύκολα να εξουδετερώσει κάποιον clicker από πίσω, κάτι το οποίο η Abby μπορεί να κάνει μόνο αν έχει πάνω της αυτοσχέδια λεπίδια μιας χρήσης. Επιπλέον, οι εχθροί μπορούν να σας εντοπίσουν από αρκετά μακριά αν βρεθείτε εκτεθειμένοι, κάτι που σημαίνει πως πρέπει να είστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί στις κινήσεις σας και να ελέγχετε επαρκώς το περιβάλλον πριν κάνετε το επόμενο βήμα, ενώ το σύρσιμο κάτω από αμάξια η κρεβάτια δεν επαρκεί πάντοτε, καθώς πολλές φορές μπορεί κάποιος να σκύψει για να τσεκάρει. Τα προβλήματα, φυσικά, δεν σταματούν εκεί, καθώς πολλές φορές θα πρέπει να κινηθείτε έξυπνα ούτως ώστε να αποφύγετε σκυλιά τα οποία εάν εντοπίσουν τη μυρωδιά σας αρχίζουν και γαβγίζουν, ακολουθώντας τα χνάρια σας και θέτοντας σε επιφυλακή τους πάντες τριγύρω.
Όπως αντιλαμβάνεστε, το να διατηρείτε ένα χαμηλό προφίλ δεν είναι πάντοτε και το πιο εύκολο πράγμα, οπότε αναπόφευκτα κάποια στιγμή οδηγείστε στη σύγκρουση, είτε με μολυσμένους είτε με ανθρώπους. Το επίπεδο των μαχών είναι, με μια λέξη, συγκλονιστικό. Ωμός ρεαλισμός, λυσσαλέα βία και ζωώδη ένστικτα είναι μερικά μόνο από τα πράγματα τα οποία εκτυλίσσονται επί της οθόνης, με ποτάμια αίματος να ρέουν, μέλη να ακρωτηριάζονται, ουρλιαχτά, κλάματα, πυροβολισμούς και πετσοκόματα να συνθέτουν ένα μωσαϊκό βγαλμένο κατευθείαν από φινάλε ταινίας του Ταραντίνο. Η αίσθηση των όπλων είναι τρομερή, ενώ όταν η συμπλοκή γίνεται σώμα με σώμα τότε γίνεστε μάρτυρες ορισμένων σκηνικών τα οποία πολλές φορές αναρωτιέστε αν είναι scripted (όχι, δεν είναι). Μολυσμένοι και άνθρωποι φυσικά, χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Όσον αφορά τους πρώτους, υπάρχουν οι κλασσικοί runners, οι οποίοι εξολοθρεύονται σχετικά εύκολα, οι τυφλοί clickers οι οποίοι μπορούν για πλάκα να σας πετσοκόψουν αν δεν είστε προσεκτικοί και μετά περνάμε στους πιο σπάνιους και επικίνδυνους εχθρούς τους οποίους συναντάτε λίγες (σχετικά) φορές. Stalkers, bloaters, shamblers και άλλος ένας ο οποίος είναι βγαλμένος από τα πιο τρισκατάρατα βάθυ της κολάσεως και σίγουρα δεν θα περάσετε καλά μαζί του. Οι ανθρώπινοι εχθροί, από την άλλη, μπορεί να μην προκαλούν τις ίδιες ανατριχίλες, ωστόσο η εξαιρετικά καλοδουλεμένη νοημοσύνη τους σας κρατάει σε μόνιμη επαγρύπνηση. Πολλές φορές τους ακούτε να μιλούν μεταξύ τους, δίνοντας οδηγίες ο ένας στον άλλο σχετικά με τη πιθανή τοποθεσία σας, ενώ πάντοτε σας προσεγγίζουν κυκλικά, δίχως να εφορμούν σαν εμπροσθοφυλακή μιας χαμένης από χέρι μάχης.
Θα ήταν κρίμα ένα τόσο άρτιο σύστημα μάχης να μην αξιοποιούνταν περαιτέρω. Το remaster, λοιπόν, ακολουθώντας την μόδα της εποχής, εισάγει το No Return, ένα roguelike mode του οποίου το στιλ «κουμπώνει» πολύ ωραία με το όλο ύφος του παιχνιδιού. Πρώτη σας κίνηση, είναι να επιλέξετε τον χαρακτήρα σας. Υπάρχουν συνολικά οκτώ, με τους περισσότερους να ξεκλειδώνονται στη πορεία (κάτι αρκετά εύκολο, καθώς μέσα σε μια μέρα μπορείτε να τους ξεκλειδώσετε όλους). Κάθε χαρακτήρας, έχει ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά ή εξοπλισμό. Πχ η Ellie είναι ισορροπημένη έχοντας εξαρχής ξεκλειδωμένες τις μολότοφ, ο Joel είναι δυνατός σωματικά και έχει το custom ρεβόλβερ του αλλά δεν μπορεί να αποφύγει εχθρούς, η Abby είναι δυνατή στις συμπλοκές σώμα με σώμα κτλ. Αφού επιλέξετε τον χαρακτήρα σας, ξεκινάει μια πλήρως τυχαιοποιημένη σειρά αναμετρήσεων, με τελικό προορισμό ένα boss που πρέπει να νικήσετε ούτως ώστε να ξεκλειδωθεί το επόμενο.
Υπάρχουν ορισμένες (μικρές) διαφορές στο ύφος του εν λόγω roguelike mode σε σχέση με τα συνήθη δεδομένα του είδους. Ξεκινάτε, κάνοντας μια σχετικά βατή πρώτη αναμέτρηση. Κατόπιν, το μονοπάτι διακλαδώνεται και εσείς καλείστε να επιλέξετε ποιο θα ακολουθήσετε. Μπορείτε να δείτε το είδος των εχθρών του επόμενου μονοπατιού, το είδος της αναμέτρησης, καθώς και τις ανταμοιβές που προσφέρει. Οι ανταμοιβές είναι εξαρτήματα ούτως ώστε να αναβαθμίζετε τον εξοπλισμό σας, φάρμακα ούτως ώστε να ξεκλειδώνετε νέες ικανότητες στο χαρακτήρα σας και χρήματα για να ψωνίζετε καλούδια. Μετά το πέρας της κάθε αναμέτρησης, επιστρέφετε στη βάση σας, όπου μπορείτε να κάνετε όλα τα προαναφερθέντα, κάποια από αυτά όμως μπορείτε να τα κάνετε ακόμα και κατά τη διάρκεια των αναμετρήσεων, όπως η αναβάθμιση όπλων σε πάγκους. Η δυνατότητα για το τελευταίο ωστόσο, εξαρτάται και από τις επιλογές παραμετροποίησης (περισσότερα παρακάτω).
Τα είδη των αναμετρήσεων είναι τέσσερα στον αριθμό: επίθεση, θήραμα, κατάκτηση και υπεράσπιση. Το πρώτο είναι το πιο οικείο, ουσιαστικά, στον παίκτη, καθώς το στιλ είναι ουσιαστικά ίδιο με αυτό του κυρίως παιχνιδιού. Ένας αριθμός εχθρών (μολυσμένοι ή άνθρωποι), χωρισμένος σε τρία κύματα, διασκορπάται στη πίστα και εσείς καλείστε να τους εξουδετερώσετε, είτε χρησιμοποιώντας stealth είτε βίαιες και θορυβώδεις επιθέσεις. Όταν είστε το θήραμα, τα πράγματα ζορίζουν, καθώς οι εκάστοτε εχθροί σας κυνηγούν μανιωδώς όσο και να προσπαθείτε να κρυφτείτε και πρέπει να επιβιώσετε μέχρι να λήξει ο χρόνος. Στη κατάκτηση’, στόχος σας είναι η εξουδετέρωση ενός αριθμού εχθρών οι οποίοι φυλάνε ένα χρηματοκιβώτιο, πριν λήξει ο (σύντομος) χρόνος. Τέλος, στην υπεράσπιση καλείστε να προστατέψετε τον εκάστοτε συνοδό σας (κάποιον από τους βασικούς χαρακτήρες) από τη λυσσαλέα επίθεση των εχθρών. Ευτυχώς, ο ίδιος δε κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά αντιθέτως μάχεται και αυτός.
Δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να λείπουν και οι προκλήσεις, οι οποίες διανθίζουν την εμπειρία και μπορούν είτε να βοηθήσουν είτε να κάνουν τη ζωή σας απείρως πιο δύσκολη. Αυτές, είναι μοναδικές σε κάθε πίστα και μπορούν να ενεργοποιηθούν/απενεργοποιηθούν και παραμετροποιηθούν κατά το δοκούν. Μια εξ αυτών πχ μπορεί να βάλει φωτιά στον εχθρό με κάθε σας χτύπημα, ενώ μια άλλη κάνει τους εχθρούς να πετάνε μια βόμβα κατά το θάνατο τους. Αν συνυπολογίσουμε τις πολλές παραμετροποιήσεις τις οποίες μπορείτε να ξεκλειδώσετε μετά το τερματισμό της βασικής ιστορίας, τότε καταλαβαίνετε πως τα περιθώρια πειραματισμών είναι πραγματικά άπειρα. Θέλετε άπειρα πυρομαχικά και μια καρτουνίστικη απεικόνιση; Αμέ. Να σκοτώνετε τους εχθρούς με μια βολή, σε έναν αντικατοπτρισμένο κόσμο ελέγχοντας μια Abby η οποία είναι ντυμένη σαν να έχει βγει από video-clip του Alice Cooper; Φυσικά. Να σημειωθεί όμως, πως οι έξτρα παραμετροποιήσεις που μπορείτε να ξεκλειδώσετε οι ίδιοι μετά το πέρας της βασικής ιστορίας, αφαιρούν τη δυνατότητα προόδου στο No Return. Παρά ταύτα, ποιος δεν θα ήθελε να πετσοκόψει μολυσμένους, έχοντας ένα ρόπαλο γεμάτο καρφιά το οποίο δεν σπάει ποτέ;
Επιπλέον, όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο δυσκολίας που επιλέγετε, τόσο αντιστοίχως αυξάνεται και ο πολλαπλασιαστής ανταμοιβών και σκορ. Μπορείτε να αναμετρηθείτε ενάντια στον εαυτό σας, επιδιώκοντας κάθε φορά και μια καλύτερη επίδοση, μπορείτε ωστόσο να αναμετρηθείτε και με τη κοινότητα στις ημερήσιες προκλήσεις. Αυτές, αφορούν ένα τυχαιοποιημένο run, ίδιο για όλους, το οποίο διαρκεί 24 ώρες και καλείστε να πετύχετε ένα όσο το δυνατόν καλύτερο σκορ ούτως ώστε να πλασαριστείτε σε μια καλή θέση στο leaderboard. Αν, φυσικά, πεθάνετε, τότε δεν μπορείτε να το δοκιμάσετε ξανά (κάτι σαν τους elusive targets του Hitman).
Επιστρέφοντας στα της κύριας εμπειρίας, αξίζει να σταθούμε στον εκπληκτικό κόσμο του παιχνιδιού. Οι λεπτομέρειες είναι τόσο μοναδικές που αβίαστα σας βυθίζουν εν ριπή οφθαλμού στο ρημαγμένο και μετα-αποκαλυπτικό αυτό σύμπαν. Χλωρίδα η οποία ανεξέλεγκτη πλέον «καταπίνει» τα πάλαι ποτέ μεγάλα αστικά κέντρα, άκρα του τάφου σιωπή και γαλήνη σε μέρη τα οποία κάποτε έσφυζαν από κόσμο, σκελετοί των οποίων η τελευταία κατοικία έγινε μια αδιάφορη γωνιά ενός δωματίου και πολλά, πάρα πολλά διασκορπισμένα γράμματα τα οποία πολλές φορές αναφέρονται σε ξεχασμένα γεγονότα και καταστάσεις μιας άλλης εποχής. Η εξερεύνηση σας ανταμείβει με όλα αυτά τα αισθήματα τα οποία συνάδουν με τα εν λόγω σκηνικά, καθώς επίσης και συλλεκτικά αντικείμενα ή διάφορα χρήσιμα καλούδια και όπλα.
Όπως καταλαβαίνετε, όσο περισσότερη «τριβή» έχετε με τον κόσμο, τόσο το καλύτερο και κάπου εδώ κάνουν την εμφάνιση τους τα Lost Levels, μια ακόμη προσθήκη στο remaster. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ημιτελή και «γρέτζα» επίπεδα, τα οποία κόπηκαν είτε σε πρώιμο είτε σε σχεδόν τελικό στάδιο ανάπτυξης, το καθένα για διαφορετικούς λόγους που οι ίδιοι οι developers αναλύουν είτε στο εισαγωγικό βίντεο του καθενός, είτε στο ίδιο το level καθώς το παίζετε. Είναι τρία στον αριθμό και οι επεξηγήσεις τόσο ως προς το γιατί κόπηκαν, όσο και ως προς το τί θα προσέδιδαν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο δυστυχώς σας αφήνουν με την όρεξη καθώς δεν παίρνει και πολλή ώρα να ασχοληθείτε και με τα τρία. Θεωρώ πως θα έπρεπε να υπάρχουν σίγουρα άλλα τόσα. Άλλες, μικρότερης σημασίας προσθήκες, αφορούν το ελεύθερο παίξιμο κιθάρας, όπου μπορείτε να χρησιμοποιήσετε από ακουστική μέχρι και ηλεκτρική ή μπάντζο, νέες εμφανίσεις για χαρακτήρες και όπλα, ηχητικό σχολιασμό από τους developers, καθώς και ένα νέο speedrun mode όπου καλείστε να ολοκληρώσετε κάποια επίπεδα (ή και ολόκληρο το παιχνίδι) σε όσο το δυνατόν καλύτερο χρόνο. Επιπλέον, γίνεται πλήρης αξιοποίηση του DualSense, με τα adaptive triggers να «αντιστέκονται» ανάλογα με το όπλο που χρησιμοποιείτε, ενώ το haptic feedback προσφέρει λεπτομέρειες όπως πχ μικρο-δονήσεις στο χέρι σας κατά την διάρκεια βροχής.
Όσον αφορά τον οπτικό/τεχνικό τομέα, τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το παιχνίδι, όταν κυκλοφόρησε το 2020, ήταν άκρως εντυπωσιακό και αποτέλεσε ένα τεχνολογικό επίτευγμα, ειδικά για τα δεδομένα του PS4. Το remaster πάει το πράγμα μισό βήμα παραπέρα. Μπορείτε πλέον να απολαύσετε τη περιπέτεια σε native 4K και 30 fps με το fidelity mode ή σε 1440p που γίνεται upscaled σε 4K και 60 fps με το performance mode. Εάν η τηλεόρασή σας υποστηρίζει λειτουργία VRR, τότε μπορείτε να «ξεκλειδώσετε» τα καρέ και να παίξετε στο fidelity, όπου ναι μεν δεν πιάνετε 60, αλλά τα πλησιάζετε σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι κύριες οπτικές διαφορές, αφορούν τη σαφέστατη εξάλειψη της όποιας «θολούρας» υπήρχε, ενώ οι υφές είναι εμφανώς βελτιωμένες σε ορισμένα σημεία (ειδικά το νερό). Επιπλέον, έχει ανέβει αισθητά το επίπεδο των λεπτομερειών του draw distance, ενώ έχουν βελτιωθεί επίσης οι σκιάσεις και το animation sampling rate (το animation έχει γίνει πιο ομαλό, ειδικά στις εκφράσεις των προσώπων). Εν ολίγοις, τα ήδη εκπληκτικά γραφικά του original πλέον είναι «κρύσταλλο» στο remaster. Δεν θα προξενούσε καμία εντύπωση αν μας λέγανε ότι πρόκειται για καθαρόαιμο παιχνίδι PS5. Αξίζει να γίνει άλλη μια αναφορά στις πραγματικά άπειρες επιλογές προσβασιμότητας που επιτρέπουν στους πάντες να απολαύσουν αυτό το αριστούργημα. Σε αυτές πλέον υπάρχει και ηχητική περιγραφή των cutscenes, τα οποία σημειωτέον μπορείτε να απολαύσετε από το μενού δίχως να χρειάζεται να παίξετε όλη την αντίστοιχη σκηνή ξανά. Τέλος, οι χρόνοι φόρτωσης έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί.
Τα πράγματα στον ηχητικό τομέα, κυμαίνονται στο ίδιο, υψηλό επίπεδο. Οι ήχοι του περιβάλλοντος μαγεύουν, με το θόρυβο των βατραχιών και το κελάηδημα των πουλιών να έρχονται σε μια υπέροχη αντίθεση με τον παρηκμασμένο κόσμο. Ο υπόκωφος ήχος της βροχής όταν βρίσκεστε εντός κτιρίων, το θρόισμα των φύλλων στις σκηνές στην εξοχή και οι ανατριχιαστικοί ήχοι των μολυσμένων από κάποιο απροσδιόριστο σημείο, όλα συνθέτουν ένα μαγευτικό σκηνικό το οποίο σας ταξιδεύει με ένα μοναδικό τρόπο. Η μουσική υπόκρουση, επιμελημένη από τον σπουδαίο Gustavo Santaolalla, δένει άψογα με το βαρύ, μελαγχολικό σκηνικό, ενώ δε λείπουν και μερικές υπέροχες διασκευές γνωστών συγκροτημάτων (Pearl Jam, A-ha). Όσον αφορά το voice acting, ό,τι και να πούμε είναι λίγο. Το επίπεδο είναι κυριολεκτικά οσκαρικό, με τους Troy Baker, Ashley Johnson και Laura Bailey (και όχι μόνο) να προκαλούν πραγματικά ρίγη συγκίνησης με τις ερμηνείες τους. Αξίζει να σημειωθεί πως το παιχνίδι έρχεται πλήρως μεταγλωττισμένο και υποτιτλισμένο στα ελληνικά. Έχει γίνει καλή δουλειά στην μεταγλώττιση, ωστόσο προτείνω ανεπιφύλακτα να μην χάσετε τις αυθεντικές, συγκλονιστικές ερμηνείες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου