Σεναριακά, το Frontiers of Pandora εξιστορεί γεγονότα που δεν σχετίζονται άμεσα με τις ταινίες. Βρισκόμαστε στο έτος 2169, 15 χρόνια δηλαδή μετά το τέλος του πρώτου Avatar και ένα χρόνο πριν το The Way of Water. Η RDA ή αλλιώς, «Sky People», έχει εγκαθιδρυθεί για τα καλά στον μακρινό πλανήτη Pandora, εξορύσσοντας πολύτιμα, για το ανθρώπινο είδος, μεταλλεύματα και πετρώματα. Οι σχέσεις, ωστόσο, με τους Na’Vi, τον ιθαγενή δηλαδή λαό της Pandora, μόνο αρμονικές δεν είναι, κάτι που οδηγεί τον John Mercer (ο αρχι-κακός του παιχνιδιού) σε μια ανορθόδοξη προσπάθεια γεφύρωσης αυτού του χάσματος. Απαγάγει λοιπόν, δια της βίας και μέσα σε ένα λουτρό αίματος, πέντε παιδιά από τη φυλή των Sarentu και τα μεγαλώνει με μοναδικό σκοπό να τα χρησιμοποιήσει ως δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών.
Τα χρόνια περνάνε αλλά, όπως αντιλαμβάνεστε, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως ακριβώς τα θέλει ο Mercer. Η βάση δέχεται επίθεση από τους Na’Vi (με πρωτεργάτη τον Jake Sully σε μια από τις ελάχιστες αναφορές στα γεγονότα της πρώτης ταινίας) και μέσα στον όλο πανικό οι πέντε, νεαροί πλέον, απαχθέντες βρίσκουν έναν ανέλπιστο σύμμαχο εντός των τοιχών, την Alma. Η Alma, τοποθετεί και τους πέντε μέσα σε έναν κρυογονικό θάλαμο και τους αφήνει εκεί, ρίχνοντας τους σε έναν βαθύ και μακροχρόνιο ύπνο, με σκοπό να τους γλυτώσει από τον όλο πανικό.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Alma επιστρέφει στην παρατημένη πλέον βάση, ξυπνώντας από το λήθαργο τους πρώην μαθητές της. Αναλαμβάνετε το ρόλο ενός εκ των πέντε, έχοντας τη δυνατότητα να διαμορφώσετε το χαρακτήρα σας κατά τα δικά σας γούστα. Οι επιλογές παραμετροποίησης δεν είναι ιδιαιτέρως πολλές και δύσκολα θα αφιερώσετε πάνω από μερικά λεπτά σε αυτήν. Κατόπιν, ξεκινάει ο αντιστασιακός αγώνας εναντίον της RDA και των καταστροφικών, για την Pandora, σχεδίων της. Η αποστολή σας είναι απλή. Πρέπει να ενώσετε τις διασκορπισμένες φυλές των Na’Vi, δηλαδή τους Aranahe, τους Zeswa και τους Kame’Tire και, κατόπιν, έχοντας και τη βοήθεια ορισμένων ανθρώπων-μελών της αντίστασης να επιτεθείτε εναντίον του Mercer, λύνοντας μια και καλή τα δεσμά του ζυγού. Η ιστορία δεν διεκδικεί και δάφνες ποιότητας, καθώς είναι χιλιοειπωμένη και κλισέ, ενώ ο ίδιος ο John Mercer απέχει παρασάγγας από να θεωρηθεί ένας αξιομνημόνευτος κακός. Οι χαρακτήρες, γενικώς, θα μπορούσαν να έχουν δεχθεί λίγη περισσότερη φροντίδα, καθώς δεν υπάρχει κάποιος που να ξεχωρίζει και να σας «μένει». Πέραν τούτων, όμως, υπάρχουν ορισμένες αποστολές που είναι εξαιρετικές, όπως πχ αυτή όπου αποκτάτε το προσωπικό σας Ikran (δρακοειδή, ιπτάμενα όντα και πιστοί συνοδοιπόροι των Na’Vi), καθώς και μερικές άλλες που δεν θα αναφέρω προς αποφυγή spoilers.
Οι τρεις προαναφερθείσες φυλές, κατοικοεδρεύουν σε αντίστοιχα τρεις, αρκετά διαφορετικές περιοχές. Επισκέπτεστε ζούγκλες, βουνίσιες πεδιάδες και ομιχλώδη δάση. Οι περιοχές αυτές, διατηρούν την εν γένει ταυτότητα του πλανήτη και κατορθώνουν με υπέροχο τρόπο να μοιάζουν τόσο συγγενείς, όσο και αρκούντως ξεχωριστές. Η μετάβαση μεταξύ των τριών αυτών περιοχών, γίνεται οργανικά και ιδιαιτέρως ομαλά, δίχως δηλαδή να δίνεται η εντύπωση πως περάσατε απλώς μια νοητή γραμμή και ξαφνικά άλλαξε το τοπίο. Τούτου λεχθέντος, αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε τον πραγματικό πρωταγωνιστή του παιχνιδιού, την ίδια τη Pandora. Η δουλειά που έχει γίνει στην αναπαράσταση του πλανήτη είναι, πραγματικά, εκπληκτική. Η πανίδα έχει τη δική της ζωή και καθημερινότητα, με εχθρικούς ή φιλικούς εκπροσώπους της να αντιδρούν στο πέρασμα σας ενώ η χλωρίδα οριακά θα έλεγε κανείς πως αντιλαμβάνεται πλήρως τα γύρω τεκταινόμενα, αντιδρώντας πολλές φορές στο πέρασμα σας, βοηθώντας σας ή και ακόμη, παρακωλύοντας τις ενέργειες σας. Πρόκειται για έναν από τους πιο υπέροχους, ψηφιακούς κόσμους που έχουμε δει τελευταία και αναμφίβολα το μεγάλο ατού του τίτλου. Επιπλέον, το κάθε quest σας δίνει στοιχεία ως προς το που πρέπει να πάτε, βασιζόμενα σε περιοχές και σημεία ενδιαφέροντος. Πχ «δυτικά του μεγάλου δέντρου και στις όχθες του τάδε ποταμού βρίσκεται ο δείνα», κάτι που εκτινάσει το immersion αν αποφασίσετε να απενεργοποιήσετε το HUD και να εμπιστευτείτε μόνο τη πυξίδα σας. Να σημειωθεί επίσης, πως ο ίδιος ο James Cameron ενέκρινε πολλά από τα στοιχεία που εμφανίζονται επί της οθόνης.
Σε πιο πρακτικά ζητήματα, η κύρια ιστορία διαρκεί περί τις 20-25 ώρες, συν περίπου άλλες τόσες για να κάνετε τις περισσότερες δευτερεύουσες απόστολές. Οι τελευταίες, κυμαίνονται σε μέτριο επίπεδο, καθώς αφορούν ως επί το πλείστον fetch quests. Την εν λόγω αδυναμία έρχεται να αντισταθμίσει η ενασχόληση με το περιεχόμενο της εξερεύνησης. Κατά τη διάρκεια της περιήγησης σας στον κόσμο, βρίσκεστε αρκετές φορές μπροστά σε ορισμένα mini-games τα οποία υπόκεινται είτε στη σφαίρα των collectibles (με την ευρύτερη έννοια, καθώς δεν συλλέγετε ουσιαστικά κάτι χειροπιαστό - υπάρχουν ωστόσο και αυτά) είτε σε άλλα τα οποία θα αναφέρουμε στη συνέχεια και αναβαθμίζουν το χαρακτήρα σας. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, καλείστε να αλληλεπιδράσετε με το περιβάλλον γύρω σας, σκαρφαλώνοντας σε δυσθεώρητα ύψη, εξερευνώντας σπήλαια κτλ. Η όλη διαδικασία είναι ιδιαιτέρως απολαυστική, καθώς έρχεστε σε άμεση επαφή με τη μοναδικότητα του υπέροχου αυτού κόσμου και μπορεί να αφιερώσετε πολλές ώρες απλώς εξερευνώντας.
Περνώντας στα του gameplay, το παιχνίδι κάνει κάποια πράγματα πολύ καλά, κάποια άλλα πολύ μέτρια και κάποια άλλα (ευτυχώς λίγα) πολύ κακά, στερώντας από τον εαυτό την δυνατότητα να αναδειχθεί όπως πραγματικά θα μπορούσε. Θεωρώ πως αν η Ubisoft ρίσκαρε λίγο περισσότερο (με κομμένη την ανάσα περιμένουμε να το κάνει) και εισήγαγε περαιτέρω καινοτομίες κάνοντας επιτέλους το δικό της «leap of faith», τότε θα μιλούσαμε υπό άλλη βάση και το παιχνίδι θα σηματοδοτούσε επιτέλους μια ευπρόσδεκτη αλλαγή πλεύσης από την γνωστή φόρμουλα της εταιρείας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η προοπτική είναι, όπως προαναφέρθηκε, πρώτου προσώπου και η περιήγησή σας στον υπέροχο κόσμο της Pandora χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαιτέρως προσεγμένο σύστημα free running. Θυμίζοντας αρκετά τόσο το νεότερο Dying Light όσο και το παλαιότερο (για τους μύστες) Mirror’s Edge, διατηρείται μια αρκετά ομαλή ροή στο τρέξιμο σας η οποία είτε βοηθάται, είτε υποσκάπτεται από τη χλωρίδα γύρω σας. Οι πρώτες περιπτώσεις, αφορούν ορισμένα φυτά τα οποία σας δίνουν ένα σύντομο buff ταχύτητας ή κάποια άλλα υπό τη μορφή γιγαντιαίων μανιταριών τα οποία σας εκσφενδονίζουν στον αέρα (σαν άλλος Super Mario) ή, ομαλοποιούν τις πτώσεις σας από ψηλά σαν τραμπολίνο πυροσβεστών. Κάποια άλλα, τα οποία παραπέμπουν σε κλιματσίδες, βοηθούν στο να σκαρφαλώνετε με αιλουροειδή ταχύτητα σε διάφορα υψώματα, χάρη φυσικά και στην αλτικότητα των Na’Vi. Δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να λείπουν και τα «εχθρικά» φυτά, τα οποία μόλις σιγά-σιγά αρχίσετε να αναγνωρίζετε είναι φρόνιμο και να αποφεύγετε. Ορισμένα εξ αυτών εκρήγνυνται μόλις τα πλησιάσετε, απλώνοντας ένα δηλητηριώδες αέριο στην ατμόσφαιρα. Κάποια άλλα μπορούν να σας ηλεκτρίσουν, ενώ κάποια μπορούν ακόμη και να σας τυφλώσουν αν τους ρίξετε ένα βέλος.Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχετε αναπτύξει ταχύτητα και είστε πχ στη ζούγκλα της έντονης βλάστησης, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα ‘τρακάρετε’ με κάποια από αυτά, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ο κίνδυνος θανάτου παρά μόνο της ενόχλησης του να χάνετε το μομέντουμ σας.
Ιδιαιτέρως εθιστικά είναι τα ίδια τα άλματα, καθώς αυτά εξαρτώνται ανάλογα με το πόσο πιέζετε το αντίστοιχο κουμπί, κάτι που σας δίνει όχι μόνο τον απόλυτο έλεγχο αυτών αλλά και μια εξαιρετική αίσθηση ελέγχου του χαρακτήρα σας. Τέλος, σας δίνεται και η δυνατότητα να ξεκλειδώσετε ένα skill το οποίο σας επιτρέπει να κάνετε ένα μικρό, ενδιάμεσο εναέριο άλμα, το λεγόμενο double jump. Αυτό, σας βοηθάει να φτάνετε σε ακόμα πιο απομακρυσμένες προεξοχές και συμβάλει τα μέγιστα στο να αισθάνεστε πιο ομαλή τη πορεία σας. Πέραν όλων αυτών, η περιήγηση αλλάζει άρδην όταν ελέγχετε το Ikran σας και ταξιδεύετε στους αιθέρες, κάτι το οποίο θυμίζει αρκετά την εναέρια περιήγηση του Horizon Forbidden West. Το Ikran δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο γρήγορης μετακίνησης, καθώς περί τα μισά της ιστορίας ξεκλειδώνετε μια ακόμη επιλογή, σε ένα ιδιαίτερα όμορφο σκηνικό.
Εφόσον αναφερθήκαμε σε αυτά, ας σταθούμε σε αυτό το σημείο στο skill tree, το οποίο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Αρχικά, έχουμε τη βασική κατηγορία, στην οποία ξοδεύετε τα skill points που κερδίζετε είτε με την εκπλήρωση αποστολών, είτε με την ανακάλυψη των tarsyu flowers και tarsyu samplings στα οποία θα επανέλθουμε ευθύς αμέσως. Το βασικό, αυτό, skill tree, χωρίζεται σε πέντε υπό-κατηγορίες: survivor, warrior, hunter, maker και rider. Ευτυχώς δεν υφίσταται το ακραίο «μπούκωμα» των πλήρως ανούσιων ικανοτήτων που μαστίζουν παλαιότερους τίτλους της Ubisoft (βλ. Assassin’s Creed), ωστόσο είναι ακόμη εκεί, λίγο επειδή αδυνατούν να αφήσουν τον εν λόγω, αδιάφορο μηχανισμό στο παρελθόν, λίγο και προς τέρψιν του gaming DNA μας που ακόμα και έτσι, χαίρεται όταν προσθέτει ένα «+25% damage to enemies within 15 meters». Κάθε κατηγορία έχει περί τα 10-12 skills, ενώ όταν τα ξεκλειδώσετε όλα καλείστε να κάνετε ένα μικρό side-quest ούτως ώστε να ξεκλειδώσετε το απόλυτο skill του αντίστοιχου tree.
Η δεύτερη κατηγορία, και για να επανέλθουμε στα tarsyu flowers και tarsuy samplings, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και προσθέτει όντως σημαντικές ικανότητες στο χαρακτήρα σας, ενώ η διαδικασία απόκτησης τους έχει το δικό της ενδιαφέρον. Είτε εξερευνώντας, είτε ακούγοντας τα διάφορα κουτσομπολιά, μαθαίνετε για την τοποθεσία των tarsyu flowers, μεγαλειώδη φυτά που μόλις κατορθώσετε και φτάσετε σας ανταμοίβουν με ικανότητες που μπορούν να αλλάξουν κατά πολύ το παικτικό σας στιλ. Μια πχ που ήδη αναφέραμε, αφορά το double jump. Μια άλλη, σας επιτρέπει να τραβάτε βιαίως τους εχθρούς σας μέσα από τα AMP (ρομποτικές στολές εξοπλισμένες με καταστροφικά όπλα) που ελέγχουν. Η δε διαδικασία, ούτως ώστε να φτάσετε σε αυτά είναι από μόνη της ευχάριστη. Είτε σε απομακρυσμένες βουνοκορφές, είτε σε εντυπωσιακά σπήλαια, καλείστε να εξασκήσετε τις ικανότητες σας στο platforming ούτως ώστε να φτάσετε στο εν λόγω φυτό. Πέρα από τη μοναδική ικανότητα του κάθε tarsyu flower, σας δίνονται και δύο επιπλέον skill points προς κατανάλωση. Τα tarsyu samplings βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό στον κόσμο και σας δίνουν ένα skill point μόλις τα ακουμπήσετε, δίχως μάλιστα να απαιτείται κόπος ούτως ώστε να φτάσετε σε αυτά.
Το level σας, πέραν αυτών, αυξάνεται και ανάλογα με τον ρουχισμό που φοράτε και τον εξοπλισμό που φέρετε. Ως είθισται, το κάθε ρούχο/εξάρτημα/όπλο, χαρακτηρίζεται από τα κλασικά χρώματα πράσινο, μπλε, μωβ και χρυσό, υποδηλώνοντας τη ποιότητα τους. Πρόκειται για άλλο ένα χαρακτηριστικό που έχει αρχίσει να κουράζει, ευτυχώς όμως ακόμη και μετά από 40 ώρες παιχνιδιού μάλλον δεν θα βρεθείτε με πάνω από τέσσερα-πέντε είδη ανά κατηγορία. Το παιχνίδι δηλαδή δεν σας βομβαρδίζει με ένα παντελόνι ή ένα τόξο σε κάθε διάσπαρτο κουτί. Ρούχα και όπλα (ντόπια, όχι πυροβόλα της RDA), μπορείτε να τα κάνετε crafting χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά που βρίσκετε ανά τον κόσμο. Η διαδικασία συλλογής τους δε κουράζει και, ίσα-ίσα μπορεί να γίνει και ευχάριστη (αν και δύσκολα θα ασχοληθείτε με το να ψάξετε επί τούτου υλικά, καθώς στη πορεία βρίσκετε ικανοποιητικό εξοπλισμό). Η διαδικασία συλλογής πρώτων υλών, γίνεται εντελώς χειροκίνητα, καθώς ελέγχετε τη γωνία και τη δύναμη με την οποία ξεριζώνετε ένα φρούτο ή ένα φυτό. Επίσης, όταν σκοτώνετε κάποιο ζώο, ο χαρακτήρας σας του προσφέρει τις ευχαριστίες του.
Όλα αυτά αποτελούν μεν μικρές λεπτομέρειες, ωστόσο βοηθούν στο immersion αρκετά περισσότερο από το να περνάτε τρέχοντας πάνω από το πτώμα ή το φυτό και να γεμίζουν απλώς οι τσέπες σας. Επιπλέον, το πόσο ζορίζετε το φυτό κατά τη συλλογή του καρπού ή το ζώο κατά το κυνήγι του (αν δηλαδή του ρίξετε ένα βέλος στη καρωτίδα ή τριάντα στη κοιλιά) επηρεάζει και την ποιότητα των υλικών. Καλύτερα υλικά, καλύτερο αποτέλεσμα στο crafting. Σημειωτέον, τα πυροβόλα όπλα καταστρέφουν ολοσχερώς το κρέας και τη γούνα των ζώων. Τέλος, τα υλικά χρησιμοποιούνται και για να μαγειρέψετε τροφές οι οποίες πολλές φορές δίνουν σημαντικά πλεονεκτήματα στη μάχη, σε αντίθεση με τα έτοιμα, γήινα γεύματα των ανθρώπων τα οποία απλώς γεμίζουν τη μπάρα με την ενέργεια σας. Η εν λόγω μπάρα γεμίζει μετά από οποιοδήποτε γεύμα και αναπληρώνει σταδιακά τη ζωή σας, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να τη διατηρείτε μόνιμα γεμάτη.
Το οπλοστάσιό σας αποτελείται από τα όπλα των Na’Vi και αυτά των ανθρώπων. Το παιχνίδι σας ωθεί με έναν έξυπνο τρόπο στο να επικεντρωθείτε κυρίως στα πρώτα, αφαιρώντας τη δυνατότητα να στοχεύετε όταν ελέγχετε κάποιο αυτόματο ή καραμπίνα (αντ’ αυτού, κάνετε ένα παλιομοδίτικο zoom-in). Αισθάνεστε γενικώς ελαφρώς αμήχανα με τα ανθρώπινα όπλα, σε αντίθεση με αυτά των Na’Vi. Φτάνουμε, λοιπόν, σε αυτό το σημείο στο τομέα των μαχών, οι οποίες αποτελούν δίχως αμφιβολία το πιο αδύναμο σημείο του τίτλου. Εχθροί σας είναι είτε απλοί στρατιώτες, είτε στρατιώτες που «φορούν» στολές AMP. Αν βρεθείτε εντός οπτικού πεδίου ενός AMP, μπορεί να αφανιστείτε πριν το πάρετε χαμπάρι. Σκεφτείτε πως αρκετές φορές, βρίσκεστε αντιμέτωπος με τρία, τέσσερα τέτοια. Αν το παίξετε έξυπνα, τη βγάζετε την άκρη, χρησιμοποιώντας stun grenades, εκρητικά ή τη καραμπίνα (που βοηθάει αρκετά στις στενεμένες καταστάσεις). Είναι σαφές, ωστόσο, πως δεν υπάρχει ισορροπία, ενώ αλγεινή εντύπωση προκαλεί η απουσία melee όπλων, τα οποία σίγουρα θα βοηθούσαν και θα ταίριαζαν.
Μπορείτε, φυσικά (και ίσα-ίσα, προτείνεται κιόλας), να προσεγγίσετε τις εκάστοτε καταστάσεις δια της αθόρυβης οδού, που είναι σαφώς πιο ασφαλής αλλά και συνάμα πλήρως ημιτελής. Κάθε AMP έχει ένα αδύναμο σημείο που μπορείτε να εντοπίσετε με το Na’Vi sense σας (κάτι σαν εστίαση του οπτικού σας πεδίου που χρησιμεύει γενικώς στο να εντοπίζετε σημεία ενδιαφέροντος) και αν το πετύχετε με κάποιο δόρυ πχ μπορείτε να το εξολοθρεύσετε με την μία. Επιπλέον, με ένα μικρό εργαλείο χακαρίσματος που χρησιμεύει και σε άλλα πράγματα όπως άνοιγμα πορτών κτλ, μπορείτε να χακάρετε το AMP και να το ακινητοποιήσετε προσωρινά. Οι δε απλοί στρατιώτες πέφτουν με μόλις ένα βέλος ή μια γροθιά(!) αν πλησιάσετε πολύ. Καλά όλα αυτά, ωστόσο το παιχνίδι δεν προσφέρει κανέναν απολύτως stealth μηχανισμό, κάτι που θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο εφόσον οι μάχες μπορούν να γίνουν τόσο απαιτητικές. Επιπλέον, δεν μπορείτε ούτε να κουβαλήσετε τα πτώματα των εχθρών σας σε κάποιο απόμερο σημείο για να μην σημανθεί συναγερμός. Είστε ή δεν είστε ένας δυνατός και τρίμετρος Na’Vi; Όλα αυτά, φυσικά, δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία, καθώς η νοημοσύνη των εχθρών είναι πραγματικά απογοητευτική. Πολλές φορές εσείς σαμποτάρετε μια βάση, με μικρο-εκρήξεις να λαμβάνουν χώρα σε καίρια σημεία αυτής και οι εχθροί πετάνε χαρταετό. Από την άλλη, η εναέρια δράση όταν αντιμετωπίζετε εχθρικά ελικόπτερα είναι αρκετά καλύτερη, καθώς αφενός η ζωή σας δε μειώνεται με τόσο δραματικό ρυθμό όταν είστε πάνω στο Ikran σας, αφετέρου η κινησιολογία είναι αρκετά καλή και μπορεί να προσφέρει δυνατές στιγμές. Τέλος, να σημειωθεί ότι υπάρχει και online co-op.
Στα γραφικά, το παιχνίδι δίνει πραγματικά ρέστα. Ο υπέροχος κόσμος της Pandora ζωντανεύει μέσω της Snowdrop Engine (The Division) και προσφέρει ένα λεπτομερέστατο και ολοζώντανο περιβάλλον. Οι ζούγκλες, οι πεδιάδες και τα δάση βρίθουν από λεπτομέρειες, ο φωτισμός προσφέρει πολλές ευκαιρίες να ανατρέξετε στο photo mode και να βγάλετε τον καλλιτέχνη από μέσα σας και οι υφές, ειδικά σε ορισμένα σημεία, είναι εντυπωσιακές. Τα διάφορα μικρο-σωματίδια του περιβάλλοντος «μαστιγώνουν» την οθόνη καθώς εσείς αναπτύσσετε ταχύτητα, ενώ το draw distance φτάνει όσο πάει το μάτι σας, δίχως μάλιστα να κάνει «σπασίματα» στο βάθος. Τα σκηνικά διατηρούν την ομορφιά τους και κατά την διάρκεια της νύχτας ή στα σκοτεινά σπήλαια, καθώς τα αυτόφωτα φυτά ή όντα δένουν με έναν αρμονικό τρόπο με το ομιχλώδες σεληνόφως, προσφέροντας ένα ιδιαιτέρως γαλήνιο σκηνικό. Μόνη (μικρή) παρατήρηση, η υφή του νερού που ίσως θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Όμορφες λεπτομέρειες είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο χαρακτήρας σας παραμερίζει τη βλάστηση καθώς κινείται και το «πιάσιμο» που παθαίνει το χέρι του αν τραβάει τη χορδή του τόξου για αρκετή ώρα. Τα καρέ διατηρούνται ως επί το πλείστον σταθερά, υπάρχουν ωστόσο στιγμές όπου σαφέστατα «νιώθετε» την πτώση τους (δίχως αυτό να γίνεται σε έντονο και ενοχλητικό βαθμό). Bugs δεν συνάντησα, αξίζει ωστόσο να αναφερθεί πως στις 40 ώρες είχα δύο «κρασαρίσματα», με το πρώτο εξ αυτών να είναι μάλιστα αρκετά βίαιο προς την κονσόλα. Τέλος, υπάρχουν τα κλασικά πλέον performance και quality modes, με το πρώτο να συστήνεται ασυζητιτή.
Ο ηχητικός τομέας στέκεται επίσης πολύ καλά στο ύψος του. Η μουσική είναι εξαιρετική, με τις μελωδίες της Τουρκο-Αμερικανίδας Πινάρ Τοπράκ να συνδυάζονται άψογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Επίσης ορισμένα κομμάτια είναι γραμμένα εξ ολοκλήρου στη γλώσσα των Na’Vi και προκαλούν δέος. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι συμπαθητικές μεν, ωστόσο δεν υπάρχει κάποια που πραγματικά να ξεχωρίζει, απόρροια ίσως και των σχετικά «ρηχών» χαρακτήρων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου