To Malicious Fallen είναι remaster/remake του Malicious και του Malicious Rebirth για PS3 και PS Vita αντίστοιχα. Πρόκειται για ένα hack and slash με κάτι λίγο από Dynasty Warriors, κάτι λίγο από Bayonetta, αρκετά εστιασμένο στο κοινό του, μια ματιά σε ένα διαφορετικό παράλληλο σύμπαν του gaming που δεν βλέπουμε συχνά πια στην Δύση. Μικρή διάρκεια, δράση σε λίγες πίστες και έμφαση στο παίξιμο ξανά και ξανά για τη βελτίωση του σκορ. Σας λένε τίποτα τα γράμματα E, D, C, B, A, S κλπ; Οπότε πώς τα καταφέρνει στον κόσμο του 2017 ένα παιχνίδι παγιδευμένο κατα κάποιον τρόπο στο χωροχρόνο;
Ας ξεκινήσουμε με την... ιστορία (λες και ποτέ κανείς έπαιξε τέτοια παιχνίδια για την ιστορία!), η οποία είναι αχρείαστα “περίπλοκη”, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε ιαπωνικά παιχνίδια. Πηγαίνει μέσω Χοκκαϊντο (Λαμίας) για να σας πει απλά ότι ελέγχετε κάτι σαν ρομπότ/εξωσκελετό που εμψυχώνεται από το spirit vessel, κάτι σαν έναν άγγελο-εξολοθρευτή με τη βοήθεια του οποίου πρέπει να καταστρέψετε τα Malicious και να σώσετε τον κόσμο! Κι όλα αυτά με φανφαρόνικη παρουσίαση, είτε μέσα από cutscenes, είτε με παράγραφο επί παραγράφου ιστορίας που γράφτηκε από κάποιον chuunibyou για άλλους chuunibyou. Είπαμε, πρόκειται για ιαπωνικό παιχνίδι...
Αυτό που ξεχωρίζει το Malicious από τα περισσότερα άλλα παιχνίδια του είδους είναι η έμφαση στα αφεντικά. Κάθε πίστα είναι κι ένα boss battle που ξεκινάει με περιορισμένο χρόνο και στο οποίο πρέπει να σκοτώσετε μιλιούνια από αδύναμους εχθρούς με combo για να μαζέψετε αρκετή “αύρα” που μετά μπορείτε να εξαπολύσετε με ενισχυμένες επιθέσεις και άλλα combo για το ίδιο το αφεντικό. Τα ίδια τα combo είναι κλειδωμένα στην αρχή του παιχνιδιού, αλλά όσο παίζετε εμφανίζονται μαζί με την δύναμη κάθε αφεντικού που προστίθεται στη δική σας αφού το νικήσετε, αλά Mega Man. Εφόσον μπορείτε να επιλέξετε με ποια σειρά παίζετε τις πίστες/αρένες/αφεντικά, μπορείτε και να επιλέξετε τη σειρά με την οποία θα πάρετε τις δυνάμεις, ταυτόχρονα κάνοντας το επόμενο αφεντικό λίγο δυσκολότερο (“οι δυνάμεις του σκότους έχουν προσέξει τα επιτεύγματα σου και προετοιμάζονται αναλόγως”). Η ποικιλία των πιστών κυμαίνεται κάπου μεταξύ high fantasy, steampunk και γκοθίλας, ρίχνοντας στο μπλέντερ πολλά από τα γνωστά, αγαπημένα και πολυπαιγμένα μοτίβα της ιαπωνικής φαντασίας.
Σε αυτό το σημείο, ας ρίξουμε μια ματιά σε μια τυπική μάχη στο Mallicious Fallen. Διαλέγετε καταρχάς spirit vessel, δηλαδή στολή. Μπορείτε να είστε απλά “σφάχτης”, που είναι πιο ισορροπημένος στη ζωή, στην μάχη σώμα με σώμα και στις επιθέσεις εξ αποστάσεως, ή να επιλέξετε κάποια εμφάνιση που εξειδικεύεται σε ένα από αυτά, ταιριάζοντας περισσότερο με το στιλ παιχνιδιού σας. Έπειτα επιλέγετε τη “σκηνή” που θέλετε. Η μάχη και το χρονόμετρο ξεκινάνε -έχετε 30 λεπτά- και μπορείτε να ξεκινήσετε να αιωρείστε στην πίστα και να επιτίθεστε στα “mobάκια” ή στο ίδιο το αφεντικό. Κάνετε combo, δέχεστε ζημιά στο κυβερνοσώμα σας την οποία μπορείτε να επισκευάσετε χρησιμοποιώντας την αύρα σας (αλλά προσοχή, γιατί χρειάζεστε την αύρα για να μεγιστοποιήσετε την ζημιά που μπορείτε εσείς να προκαλέσετε), επιτίθεστε στο αφεντικό λίγο... και φτου κι απ’ την αρχή. Όταν φτάσετε το αφεντικό περίπου στην μέση της ζωής του, αλλάζει μορφή (“this isn’t even my final form!”) και... αυτό είναι. Σας δίνεται μια βαθμολογία, μια νέα δύναμη από το αφεντικό που μόλις σκοτώσατε και προχωράτε στο επόμενο.
Το πρώτο Malicious για το PS3 είχε έξι αφεντικά συνολικά. Το Malicious Rebirth για το Vita είχε αυτά συν άλλα έξι, ενώ το Fallen έχει όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Οπότε, ενώ το αρχικό παιχνίδι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μάλλον φτωχό σε περιεχόμενο, αυτή η επανέκδοση έχει αρκετές μάχες για να ικανοποιήσει και τους πιο φανατικούς. Το πρόβλημα είναι ότι βασίζεται στην επανάληψη και μπορεί να γίνει γρήγορα βαρετό. Δίνει από νωρίς την αίσθηση ότι δεν έχει να προσφέρει περισσότερα απ’ ό,τι έχει ήδη δείξει. Από εκεί και περά, το πόσο απολαμβάνετε την εμπειρία εξαρτάται ξεκάθαρα από το αν είστε λάτρης αυτού του είδους δράσης.
Η κάμερα και ο χειρισμός δεν έχουν πολλά προβλήματα, αν και για μένα είναι ιδιαίτερο μείον ότι τα combo και οι συνδυασμοί των νέων δυνάμεων που αποκτάτε δεν είναι πάντα προσβάσιμα εκτός από μια οθόνη στο tutorial. Επίσης η εναλλαγή μεταξύ επιθέσεων από απόσταση και από κοντά γίνεται με το d-pad, το οποίο μπορεί να είναι αρκετά άβολο όταν όλη η δράση βασίζεται στους δύο μοχλούς και κάποιες σκανδάλες δεν χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά. Γενικά το user interface είναι αρκετά μυστήριο και έχει μια αποκρυφιστική λογική παλιών ιαπωνικών παιχνιδιών η οποία δεν είναι για όλους. Ποιανού ιδέα ήταν να βάλει ακριβώς κάτω από το “continue game” το “start new game”; Ναι, από την αρχή εννοεί, να τα χάσετε όλα. Σίγουρα θα την πατήσετε μια φορά μέχρι να καταλάβετε ότι δεν κρατάτε τίποτα από το ένα παιχνίδι στο άλλο. Όσο για τον τεχνικό τομέα, η αλήθεια να λέγεται, έχει γίνει κάνει καλή δουλειά στην επανέκδοση των προηγούμενων τίτλων της μικρής αυτής σειράς. Τα γραφικά τρέχουν στα 60fps και παρόλο που δεν εντυπωσιάζουν, βοηθάνε την δράση ικανοποιητικά. Η μουσική είναι γενικά αρκετά καλή, όπως και ο ηχητικός τομέας, ειδικά κάποια εφέ όπως η ανατριχιαστική ομιλία των... σοφών (ή ότι είναι αυτοί τελικά).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου