Αχ, τα stealth games...! Μαζί με τα παιχνίδια τρόμου, νιώθω πως είναι από τα πιο παραμελημένα είδη. Σίγουρα τον τελευταίο καιρό έχουν βγει κάποια διαμάντια όπως το Mark of the Ninja και μερικά άλλα, όμως γενικά το ύπουλο και λωποδυτικό κοινό, περήφανο μέλος του οποίου είμαι και εγώ, παραμένει διψασμένο για ένα κάλο προσομοιωτή κρυψίματος, κλεψιάς και γενικής αλητείας. Μέχρι να βγει το Thief: The Dark Project, η συνήθης τακτική ήταν ο παίκτης να εξολοθρεύει όσο πιο γρήγορα μπορεί όποιον εχθρό βρει μπροστά του. To Thief ήταν το πρώτο παιχνίδι πρώτου προσώπου όπου ο παίκτης πρέπει να αποφύγει τους αντιπάλους και να περάσει την πίστα χωρίς να γίνει αντιληπτός. Σε αυτή τη σειρά οφείλονται όλα τα stealth κομμάτια και μηχανισμοί που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε ένα κάρο άλλα παιχνίδια. Με λίγα λόγια, μιλάμε για τον “πατέρα” του stealth. Μετά από απουσία 10 χρόνων, η σειρά Thief επιστρέφει με το τέταρτο παιχνίδι, από τα χέρια της Eidos Montreal.
Ο κόσμος του Thief είναι η “Πόλη”, ένα αμάλγαμα μεσαιωνικής εποχής και βιομηχανικής μεγαλούπολης, με αρχοντικά κάστρα και υπόγεια καπηλειά να βρίσκονται δίπλα σε σκοτεινά εργοστάσια και steampunk εγκαταστάσεις. Πρόκειται για έναν από τους πιο ξεχωριστούς και καλοσχεδιασμένους κόσμους στο gaming. Ο Garrett, ένας Master Thief, δεν είναι ο τυπικός ήρωας.
Ζει στις σκιές της Πόλης και τα βράδια επιδίδεται σε επικίνδυνες αποστολές κλέβοντας από πλούσιους και φτωχούς με μια χαρακτηριστικά μηδενιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων που πάντα τον έκανε ξεχωριστό και από τους αγαπημένους πρωταγωνιστές. Το παιχνίδι ξεκινάει κατά τη διάρκεια μιας σχετικά τυπικής “δουλειάς” όπου κάτι πάει στραβά και ως αποτέλεσμα ο Garrett συνέρχεται μετά από καιρό, με αμνησία, με την Πόλη να είναι σχεδόν αγνώριστη. Στα όρια της κατάρρευσης, με επιδημίες να σαρώνουν τους δρόμους, τους φύλακες και αυτούς που τους ελέγχουν να μοιάζουν πιο πολύ με δυνάστες παρά με προστάτες, o Garrett βρίσκεται να είναι ο πιο καταζητούμενος άντρας στη Πόλη, και καλείται να λύσει το μυστήριο και να βρει τί συνέβη όσο αυτός έλειπε από την ενεργό δράση.
Η πλοκή του Thief αποτελεί το πιο αδύναμο στοιχείο του. Παρότι μιλάμε για επανεκκίνηση της σειράς, πράγμα που ίσως έδινε την ευκαιρία να ειπωθεί μια απλή και καλή ιστορία, το παιχνίδι καταλήγει να ταλαντεύεται από αδιάφορο μέχρι αχρείαστα μπερδεμένο όσον αφορά την πλοκή, με αρκετά μεγαλύτερη έμφαση στο υπερφυσικό στοιχείο απ' ότι οι προκάτοχοί του. Η περιπέτεια εξιστορείται σε οκτώ κεφάλαια, αλλά όσο προχωράει τόσο “σας χάνει” και δεν προσφέρει κάποια αίσθηση ικανοποίησης σαν αφήγηση. Πιστεύω πως εδώ χάθηκε μια ευκαιρία να μπουν γερά αφηγηματικά θεμέλια γι αυτή τη νέα αρχή.
Τα γραφικά, αντίθετα, καταφέρνουν να αποδώσουν την αίσθηση που είχαν και τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Παρότι η Πόλη είναι ένας μίζερος και στενάχωρος τόπος, το Thief καταφέρνει να την παρουσιάσει με μια οπτική ομορφιά που εντυπωσιάζει.
Οι σημερινές τεχνικές δυνατότητες μπορούν να φτιάξουν την ατμόσφαιρα της Πόλης καλύτερα από ποτέ, με βροχερά σοκάκια, φωτισμένα από φεγγαρόφωτο και δαδιά, που στις ομιχλώδεις βραδιές είναι απλά πανέμορφα. Τα μοντέλα των χαρακτήρων είναι κι αυτά καλά, αλλά το animation του Garrett είναι αυτό που... κλέβει τη παράσταση. Όταν βουτάτε ένα αντικείμενο βλέπετε τα χέρια του να το τσιμπάνε και να το περιεργάζονται, ενώ όταν κρυφοκοιτάζετε από μία γωνία τα χέρια του Garrett στον τοίχο δίνουν πολύ ωραία την αίσθηση της στιγμής. Τέτοιες μικρές λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά και κάνουν τον κόσμο του τίτλου να φαίνεται πιο “αληθινός”.
Ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Garrett είναι οι σκιές και το σκοτάδι. Οι φωτισμοί αποτελούν ένα από τα δυνατά σημεία των γραφικών, με αρκετή ποικιλία. Φρουροί με δάδες που κάνουν περιπολίες, ηλεκτρικά φώτα που ενεργοποιούνται από διακόπτες, κεριά που μπορούν να σβηστούν, κεραυνοί που μπορούν να προδώσουν τη θέση σας είναι μόνο λίγα από τα διαφορετικά είδη φωτισμών που συναντάτε και πρέπει να χρησιμοποιείτε προς όφελος σας για να φέρετε εις πέρας τις αποστολές. Εξίσου προσεγμένος είναι και ο ηχητικός τομέας, με σπασμένα τζάμια, νερά, χαλιά, κοπανήματα σε τοίχους κλπ να μπορούν είτε να σας σώσουν είτε να σας “κάψουν” αναλόγως πώς εκμεταλλεύεστε τους ήχους. Το voice acting κυμαίνεται σε αναμενόμενα επίπεδα, με τους φρουρούς να μονολογούν κλασικά περί ανέμων και υδάτων όταν βαριούνται στις περιπολίες τους, και τους υπολοίπους χαρακτήρες να μην αφήνουν κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Η αντικατάσταση του Stephen Russell από τον Romano Orzari για το ρόλο του Garrett δε με βρίσκει σύμφωνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο νέος ηθοποιός κάνει κακή δουλειά. Απλά φαίνεται ξεκάθαρα ότι ενώ δεν είναι ο original Garrett, προσπαθεί να ακουστεί σα να είναι. Πάντως αυτό είναι προσωπικό κυρίως θέμα το οποίο αν είστε νέοι στη σειρά δε νομίζω να σας ενοχλήσει.
- Blogger Comment
- Facebook Comment
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου