Η ιστορία του Burning Shores ξεκινάει ακριβώς εκεί που τελειώνει το Forbidden West. Ο Sylens (RIP τεράστιε Lance Reddick) ζητά από την Aloy να συναντηθούν για να της αποκαλύψει πως ένας εκ των Zeniths, ονόματι Walter Londra, είναι ακόμη ζωντανός. Η Aloy καλείται να ταξιδέψει στο Λος Άντελες, που πλέον λέγεται Burning Shores ένεκα της ηφαιστειώδους υφής του, και να τον ξετρυπώσει. Κατά την άφιξή της, η Aloy γνωρίζει την Seyka, μια νεαρή κι ατίθαση Quen και, μαζί, αποφασίζουν να βοηθήσουν η μία την άλλη. Ταξιδεύουν αρχικώς στη βάση των Quen, η οποία λειτουργεί ως κεντρικό hub του expansion κι από εκεί η περιπέτειά τους ξεκινά. Ο εντοπισμός του Londra κρίνεται ύψιστης σημασίας, όχι μόνο επειδή αυτός αποτελεί εν δυνάμει κίνδυνο, αλλά και γιατί πιθανώς διαθέτει πολύτιμες πληροφορίες για το Nemesis. Εάν οι λέξεις «Zenith», «Quen» και «Nemesis» σας είναι άγνωστες, τότε καλύτερα να φρεσκάρετε την μνήμη σας σχετικά με τα γεγονότα του Forbidden West, καθώς το Burning Shores θεωρεί δεδομένο πως ξέρετε τα πάντα.
Σε αφηγηματικό επίπεδο, το Burning Shores κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά. Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα, το σενάριο ικανοποιητικό, ενώ η πλοκή είναι μικρότερης κλίμακας, γεγονός που την καθιστά πιο προσωπική κι ανθρώπινη. Εάν υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα στα Horizon Zero Dawn και Forbidden West, αυτό είναι η συμπαθητική μεν, μηδέν οξέα-μηδέν λιπαρά δε πρωταγωνίστρια. Στο Forbidden West μάλιστα, το πρόβλημα εντείνεται, καθώς ο μόνος τρόπος που το παιχνίδι αναδεικνύει τον χαρακτήρα της Aloy, είναι με το να βάζει άλλους να την εξυμνούν διαρκώς και αδιαλείπτως, με όλους τους πιθανούς κι απίθανους τρόπους. Το Burning Shores δίνει την ευκαιρία στην Aloy να δείξει και μια άλλη, πιο ανθρώπινη πλευρά, ιδίως μέσω της αλληλεπίδρασής της με την Seyka. Προφανώς δεν έγινε Arthur Morgan (ήτοι, ο πιο ενδιαφέρων και πολυεπίπεδος χαρακτήρας στην ιστορία της ανθρωπότητας) εν μια νυκτί, αλλά σίγουρα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πέραν τούτου, το expansion αποτελεί ιδανική «γέφυρα» μεταξύ του Forbidden West και του Horizon 3 που έρχεται.
Στα του gameplay, το Burning Shores ακολουθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου τη φόρμουλα του Forbidden West, με ελάχιστες αλλαγές. Αυτές αφορούν ορισμένες νέες ικανότητες προς αναβάθμιση (που παρεμπιπτόντως εντάσσονται και στον κυρίως κορμό του παιχνιδιού), διευρυμένη χρήση του flying mount, καινούρια όπλα και ορισμένους νέους εχθρούς (δηλαδή, διαφορετικού τύπου μηχανές). Συγκεκριμένα το flying mount ξεχωρίζει, καθώς επιτρέπει μια πιο κάθετη εξερεύνηση, όπως επίσης και κάτι ακόμα που δεν θα σποιλάρω. Δυστυχώς, στην πράξη η προσθήκη αυτή είναι περισσότερο για το εφέ, καθώς δεν αξιοποιείται ουσιαστικά. Γενικότερα, το expansion έχει κάμποσες ενδιαφέρουσες ιδέες, δίχως όμως να κάνει τις απαραίτητες σχεδιαστικές αλλαγές στο gameplay ώστε να τις στηρίξει επαρκώς. Επίσης είναι πρόδηλο πως δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια να διορθωθούν τα κακώς κείμενα του κυρίως παιχνιδιού, όπως το υποτυπώδες σύστημα μάχης εναντίον ανθρώπινων εχθρών, η έλλειψη parry/deflect ή άλλου παρόμοιου συστήματος με αποτέλεσμα οι άμεσες αμυντικές τακτικές να περιορίζονται εξ ολοκλήρου στο rolling, και ο άτσαλος, απλοϊκός μηχανισμός αναρρίχησης. Τα καλά νέα είναι ότι διατηρούνται και όλα τα θετικά του κυρίως παιχνιδιού, τα οποία αναμφίβολα επισκιάζουν τις προβληματικές πτυχές του και είναι αρκετά ώστε να σας χαρίσουν μερικές ακόμη ώρες αγνής διασκέδασης.
Η δράση λαμβάνει χώρα σε έναν ολοκαίνουριο χάρτη, που είναι περίπου το ένα τρίτο του κυρίως μέρους. Οι βασικές διαφορές με το Forbidden West είναι ότι τα επίπεδα έχουν σχεδιαστεί πιο κάθετα, το νερό καλύπτει αρκετά μεγάλη επιφάνεια που είναι εξερευνήσιμη ως επί το πλείστον (πέραν της εξερεύνησης του βυθού, υπάρχει και η δυνατότητα περιήγησης με βάρκα), και η λάβα που καίει τις όχθες του LA προσφέροντας ένα διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα. Η ιστορία απλώνεται σε πέντε βασικές αποστολές και τρεις παράπλευρες, ενώ δεν λείπουν και μεγάλες μάχες με boss, με το τελευταίο να ξεχωρίζει ως ένα εκ των κορυφαίων της σειράς. Υπάρχει το κεντρικό hub που προαναφέρθηκε, το οποίο αποτελεί σημείο συνάντησης και επιτρέπει να αγοράσετε και να αναβαθμίσετε εξοπλισμό. Ο μηχανισμός αναβάθμισης των όπλων έχει απλουστευτεί, μια ευπρόσδεκτη αλλαγή κατά την άποψή μου. Πλέον δε χρειάζεται να κυνηγάτε τέσσερα διαφορετικά (και εξαιρετικά σπάνια) πράγματα, σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του χάρτη, με την ελπίδα πως θα σας κάτσει ο πόρος που χρειάζεστε. Να αναφέρω, τέλος, πως το επίπεδο δυσκολίας είναι εφάμιλλο του τελευταίου μέρους του Forbidden West. Φροντίστε, λοιπόν, να εξοικειωθείτε με τους μηχανισμούς, διότι το παιχνίδι δεν χαρίζεται.
Παρότι σε ό,τι αφορά το gameplay το Burning Shores παίζει εκ του ασφαλούς αλλάζοντας ελάχιστα πράγματα, στα γραφικά πάει ένα βήμα παραπάνω. Η δουλειά που έχει γίνει είναι τόσο υψηλού ποιοτικού επιπέδου, που μπορούμε ανενδοίαστα να μιλάμε για τα καλύτερα γραφικά που έχουμε δει σε κονσόλα μέχρι σήμερα. Ο σχεδιασμός των συννέφων προκαλεί δέος, οι υφές των χαρακτήρων είναι λεπτομερείς και πεντακάθαρες, τα facial animations είναι «αλλού», το draw distance φανταστικό, ενώ ο φωτισμός ξεπερνά τα ήδη πολύ υψηλά επίπεδα αληθοφάνειας του Forbidden West. Εάν λάβουμε υπόψιν και την, ούτως ή άλλως, άρτια καλλιτεχνική επιμέλεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το παιχνίδι είναι αψεγάδιαστο οπτικά. Κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί, δυστυχώς, και για τον τεχνικό τομέα. Το pop-in είναι εκνευριστικά συχνό φαινόμενο, ορισμένα animations δεν «δένουν» αρμονικά, και γενικά το παιχνίδι δίνει την εντύπωση του ακατέργαστου στο συγκεκριμένο θέμα. Επιστρέφοντας στα θετικά, ο ήχος είναι, στο σύνολό του, μεστός και βελούδινος. Ουδεμία έκπληξις εδώ, καθώς το Forbidden West έχει ήδη δώσει την γραμμή. Καμία έκπτωση, κανένα πισωγύρισμα: μουσική, ερμηνείες, εφέ παραμένουν κορυφαία, ενώ η μίξη του ήχου είναι για σεμινάριο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου