Το Atomic Heart λαμβάνει χώρα σε ένα εναλλακτικό 1955, όπου η Σοβιετική Ένωση πήρε το πάνω χέρι μετά τη νίκη της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετετράπη γρήγορα σε κοινωνικοπολιτική ουτοπία. Με το πέρας του πολέμου, η κεντρική ηγεσία επικεντρώθηκε στην ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, βασιζόμενη στις ανακαλύψεις του Dmitry Sechenov, νευροχειρουργού και κορυφαίου επιστήμονα της ρομποτικής.
Ως μέρος του μεταπολεμικού προγράμματος ανασυγκρότησης της Σοβιετικής Ένωσης, ο Sechenov δημιούργησε μια ασύρματη, δικτυωμένη τεχνητή νοημοσύνη ονόματι «Kollektiv 1.0», η οποία συνδέει τα ρομπότ μεταξύ τους προκειμένου να πετύχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Λίγο πριν τα γεγονότα του παιχνιδιού, ο Sechenov αναπτύσσει μια τεχνολογία που ενσωματώνει την μυστηριώδη ηλεκτροχημική ουσία «Polymer» στο ανθρώπινο σώμα, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την νοητική σύμπραξη ανθρώπων και ρομπότ. H εν λόγω τεχνολογία λανσάρεται στην αγορά μέσω του προγράμματος «Kollektiv 2.0», υποσχόμενη παγκόσμια ευημερία και ανάπτυξη. Όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς, μέχρι την ημέρα των αποκαλυπτηρίων της «Kollektiv 2.0», οπότε και οι μηχανές στρέφονται εναντίον των δημιουργών τους.
Αναλαμβάνετε το ρόλο του ταγματάρχη Sergey Nechayev (κωδική ονομασία: Agent P-3), βετεράνου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και προσωπικού φίλου του Dr Sechenov, απ’ όταν ο τελευταίος του έσωσε τη ζωή. Ο P-3 προοριζόταν να βοηθήσει στην ανάπτυξη του Kollektiv 2.0, αλλά με την έναρξη των γεγονότων του παιχνιδιού καταλήγει να μάχεται για τη ζωή του. Παρέα με το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης «Charles», το οποίο είναι προσκολλημένο στο γάντι του, ο P-3 καλείται να αντιμετωπίσει δολοφονικά ρομπότ, όπως και άλλα αποτυχημένα εμβιομηχανικά πειράματα, και να λύσει το μυστήριο γύρω από το σαμποτάζ του Kollektiv 2.0. Όλα αυτά, ενώ αντιμετωπίζει τη δική του, διαρκώς επιδεινούμενη ψυχική σταθερότητα.
Το σοβιετικό μυθοπλαστικό υπόβαθρο που έχουν χτίσει οι δημιουργοί είναι το δίχως άλλο φανταστικό. Συνδυάζει στοιχεία από Bioshock, Wolfenstein και Fallout, εντάσσοντας στην ρετροφουτουριστική του κλίμακα τις δικές του θεματικές και φιλοσοφικές νότες. Η φαντασμαγορική εισαγωγική σεκάνς προβάλλει την, εδραζόμενη σε ρομποτικές τεχνολογίες αιχμής, σοσιαλιστική ουτοπία με τέτοια μεγαλοπρέπεια, που είναι λες και ξεπήδησε από τα πιο πυρετικά όνειρα του Βλαδίμηρου Λένιν. Προτού καν η βιτρίνα διαλυθεί και βγούνε τα μαχαίρια, έχεtε ήδη την αναπόδραστη περιέργεια να μάθεtε όσα περισσότερα μπορείτε γι αυτόν τον κόσμο. Πληροφορίες που το παιχνίδι τις προσφέρει απλόχερα, μέσω των διαλόγων, των αφισών, αλλά και της πληθώρας μικρών σημειωμάτων και audio logs που υπάρχουν διάσπαρτα στον κόσμο. Αν και το πολιτικό του σχόλιο παραείναι αναιμικό κατ’ εμέ, το παιχνίδι δεν διστάζει να ασκήσει κριτική τόσο στην επιπόλαια κι ανεξέλεγκτη εξάπλωση της τεχνολογίας και την σχέση εξάρτησης που αυτή αναπτύσσει με τον άνθρωπο, όσο και στον ρωσικό εξαιρετισμό.
Εκεί που αρχίζουν τα προβλήματα είναι στην ίδια την ιστορία και την γραφή της. Αν και δεν δείχνει κάτι καινούργιο, η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα, με γενναίες δόσεις άκρατου σουρεαλισμού και αρκετές ανατροπές που προσωπικά με εξέπληξαν ευχάριστα. Επιπλέον, κουβαλάει μια τρέλα κι ένα χάος, γεγονός που της προσδίδει γοητεία. Της λείπει, όμως, ο συνδετικός ιστός, αυτό το επιπλέον στοιχείο που καθιστά μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αξιομνημόνευτη. Πέραν τούτου, οι διαρκείς κυβιστήσεις του P-3 σε ό,τι αφορά τη θέση του απέναντι σε όσα συμβαίνουν καθιστούν την αφήγηση κουραστική, ενώ τα ηθικά διλήμματα που προβάλλει το παιχνίδι δεν βρίσκουν αντίκρισμα με το πέρας της ιστορίας. Ακόμη κι έτσι, όμως, μια δυνατή πένα θα μπορούσε να κάνει θαύματα και να εξευγενίσει την εμπειρία. Αντ’ αυτού έχουμε ένα παιχνίδι με κάκιστους διαλόγους κι έναν σφόδρα αντιπαθητικό πρωταγωνιστή που, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, θυμίζει θλιβερό κακέκτυπο ταινιών δράσης των 90s. Διάβασα κάπου πως η αγγλική μετάφραση είναι κακή και πως στα ρωσικά το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο. Όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία, ακόμη κι αν δεχτούμε πως ισχύει. Υπάρχουν σπουδαίες μεταφράσεις του Γκόγκολ, του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι, το να λέμε πως το πράγμα κόλλησε στην πρόζα του Atomic Heart είναι ολίγον τι γελοίο.
Το Atomic Heart είναι action-shooter πρώτου προσώπου. Χρησιμοποιείτε έναν συνδυασμό melee όπλων ικανών να πετσοκόψουν τους περισσότερους εχθρούς, αλλά και όπλων εμβέλειας, όπως το κλασικό κι αγαπημένο shotgun, assault rifles, railguns, rocket launchers κτλ. Οι μάχες είναι γοργού ρυθμού, έμπλεες χάους και αδρεναλίνης, με πλήθος εχθρών να σας επιτίθενται αδυσώπητα. Πέραν των κλασικών ανδροειδών, αντιμετωπίζετε ρομπότ διαφόρων μεγεθών και χρήσεων, όπως τα ευέλικτα belyasch με την ντισκομπάλα αντί για κεφάλι ή τα άκρως ανθεκτικά rotorobots. Τα ρομπότ σας την πέφτουν συνήθως με όπλα, φλογοβόλα ή και με melee επιθέσεις. Ορισμένα εξ αυτών, μάλιστα, είναι βαριά θωρακισμένα και απαιτούν συγκεκριμένες τακτικές για να νικηθούν. Εκτός απ’ τα ρομπότ, υπάρχουν και τα μεταλλαγμένα πλάσματα (όχι που δε θα υπήρχαν) που κυμαίνονται από μικρά αραχνοειδή έως και μεγαλύτερα, πιο τρομερά κι επικίνδυνα τέρατα, αλλά και κοινοί στρατιώτες. Γενικώς, η κάθε κατηγορία εχθρών έχει αρκετές παραλλαγές, γεγονός που κρατά τις μάχες φρέσκες και το ενδιαφέρον αμείωτο. Τέλος, τα boss είναι μεν φαντασμαγορικά και πανέμορφα στο μάτι, ωστόσο στερούνται ποικιλίας μηχανισμών κι έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο μονότονο και ανιαρό τρόπο.
Προκειμένου να επιβιώσετε, το παιχνίδι σας παρέχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσετε τα όπλα σας, αλλά και τον χαρακτήρα σας μέσω επτά δέντρων δεξιοτήτων. Αρκετά νωρίς στο παιχνίδι συναντάτε ένα ρομπότ που σας βοηθά στις εν λόγω αναβαθμίσεις. Το σύνολο των δεξιοτήτων φτάνει τις 94. Αυτές αφορούν είτε passive skills όπως περισσότερο hp, μεγαλύτερο inventory κτλ, είτε active skills όπως δυνατότητα να παγώσετε τους εχθρούς, να τους πετάξετε στον τοίχο μέσω τηλεκίνησης ή να τους ψήσετε μέσω ηλεκτρισμού. Μπορείτε να εξοπλίσετε μέχρι δύο active skills και καλό είναι να έχετε υπόψιν πως η χρήση τους καταναλώνει ενέργεια (η οποία με τη σειρά της αναπληρώνεται κάθε φορά που χρησιμοποιείτε melee όπλα). Σχετικά με τις αναβαθμίσεις των όπλων, έχετε και εδώ πληθώρα επιλογών. Το κάθε όπλο έχει τις βασικές αναβαθμίσεις (damage, rate of fire, recoil κτλ), όπως επίσης και ειδικές αναβαθμίσεις που σας επιτρέπουν να κάνετε elemental damage. Το τελευταίο μπορείτε να το συνδυάσετε με τα active skills που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Υπάρχει και δυνατότητα περαιτέρω παραμετροποίησης όπλων, με διαφορετικά scopes, handles κτλ. Φυσικά, γι όλα αυτά χρειάζεστε πόρους, τους οποίους και συλλέγετε από τα πτώματα των νικημένων εχθρών ή και μέσω της εξερεύνησης.
Τα επίπεδα όπου εξερευνάτε και μάχεστε χωρίζονται στις μυστικές εγκαταστάσεις (dungeons) που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του παιχνιδιού, καθώς και στον ανοιχτό κόσμο. Ξεκινώντας από το δεύτερο, ενώ, «τεχνικά» μιλώντας, το παιχνίδι είναι open-world, θα χρησιμοποιούσα τον συγκεκριμένο όρο με φειδώ. Κι αυτό διότι ο ανοιχτός κόσμος λειτουργεί ως μέσο για να πάτε από το σημείο Α της ιστορίας στο σημείο Β, με έναν τρόπον τινά γραμμικό τρόπο. Πέραν της εξερεύνησης προς εύρεση προμηθειών, αλλά και πληροφοριών για το lore, δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνετε. Παράλληλα, το παιχνίδι είναι έτσι στημένο που δε σας επιτρέπει να ξεστρατίσετε κατά πολύ. Σε καμία περίπτωση μην περιμένετε πως ο ανοιχτός κόσμος μοιάζει έστω και λίγο με όσα βλέπετε στην φανταστική εισαγωγική σεκάνς. Σε ό,τι αφορά τα dungeons, αυτά τα επισκέπτεστε προκειμένου να προχωρήσετε την ιστορία. Υπάρχουν, ωστόσο, και προαιρετικά dungeons που βρίσκετε διάσπαρτα στον κόσμο. Επισκέπτεστε μυστικά εργαστήρια, γραφειοκρατικές εγκαταστάσεις, ανθρακαποθήκες, υπόγεια θέατρα κτλ. Ευτυχώς, οι εγκαταστάσεις αυτές σπάνια μοιάζουν μεταξύ τους. Σε πρώτη φάση χρειάζεται να λύσετε κάποιον μακροσκελή «γρίφο» (ή κάμποσους μικρότερους) που σας στέλνει σε διαφορετικά σημεία της εγκατάστασης ώστε να κάνετε τις απαραίτητες ενέργειες. Στο ενδιάμεσο εξερευνάτε, συλλέγετε πόρους και πολεμάτε εχθρούς. Στο τέλος ξεκλειδώνετε το boss, κι αφού το νικήσετε πάτε παρακάτω.
Πώς, όμως, λειτουργούν όλα τα παραπάνω στην πράξη, όταν συνδυαστούν; Το σύστημα μάχης καθαυτό, είναι διασκεδαστικό μέσα στο χάος του, με πληθώρα εχθρών να το διανθίζουν και να το κρατάν φρέσκο. Οι δυνατότητες αναβάθμισης προσθέτουν ποικιλία, φέρουν αντίκρισμα και, παρέα με το lore, χαρίζουν στην εξερεύνηση λόγο ύπαρξης. Παράλληλα, οι εγκαταστάσεις που επισκέπτεστε προσφέρουν ορισμένες αξιομνημόνευτες στιγμές μάχης κι εξερεύνησης. Ωστόσο, το παιχνίδι μαστίζεται από κάμποσες σχεδιαστικές επιλογές που πλήττουν σφόδρα την εμπειρία. Καταρχάς, οι περισσότεροι εχθροί και boss είναι «σφουγγάρια». Νομίζω δε χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω, καταλαβαίνετε το πρόβλημα που προκύπτει. Να σημειώσω επίσης, πως για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το παιχνίδι δεν επιτρέπει τρέξιμο κατά το δοκούν, γεγονός που καθιστά τις μάχες άτσαλες. Επιπλέον, ορισμένοι από τους γρίφους είναι αχρείαστα μακροσκελείς, σε σημείο που παρακαλάτε να τελειώσουν. Το level design είναι έτσι στημένο που χρειάζεστε οπωσδήποτε το GPS και το marker για να προσανατολιστείτε. Αντί να εξερευνάτε, ακολουθείτε απλώς οδηγίες για το πού πρέπει να πάτε. Και μην αρχίσω καν με τα του ανοιχτού κόσμου.
Μόλις σας δει μια από τις χιλιάδες κάμερες ενώ περιηγείστε στον ανοιχτό κόσμο, οι εχθροί-σφουγγάρια σας την πέφτουν κατά κύματα. Αν τους σκοτώσετε όλους, σας τελειώνουν τα πυρομαχικά, συν το ότι σκάει ένα ρομπότ που τους επισκευάζει. Υπάρχει τρόπος να τα παρακάμψετε αυτά, απενεργοποιώντας προσωρινά την κεντρική δομή της εκάστοτε περιοχής. Μόνο που δεν έχετε ιδέα πού ακριβώς είναι αυτή, κι ακόμη κι όταν μάθετε, δεν είναι καθόλου εύκολο να την πλησιάσετε και να κάνετε την δουλειά. Υπάρχει δυνατότητα για stealth προσέγγιση, όμως είναι τόσο κακοστημένη που ούτε την διασκεδάζετε, ούτε και λειτουργεί επαρκώς. Αφού δεν μπορείτε να πολεμήσετε, δεν μπορείτε να ακολουθήσετε μια πιο stealth προσέγγιση, ενώ ο μόνος τρόπος απρόσκοπτης εξερεύνησης είναι μέσω μιας ενέργειας που φέρνει περισσότερο πονοκέφαλο παρά ικανοποίηση, τί σας μένει λοιπόν; Σας μένει να τρέξετε, είτε με τα πόδια, είτε με το αυτοκίνητο (του οποίου ο χειρισμός είναι κάκιστος), παρακάμπτοντας έτσι μεγάλα κομμάτια του παιχνιδιού.
Περνώντας στα γραφικά, το παιχνίδι χρησιμοποιεί Unreal Engine 4 και είναι πολύ όμορφο στο μάτι. Τα μοντέλα των χαρακτήρων είναι καλοφτιαγμένα, ευφάνταστα, και παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα λεπτομέρειας και ποικιλίας. Τα σώματά τους προσομοιώνουν κατάλληλα τη φύση των υλικών από τα οποία είναι φτιαγμένα, σε όλες τις συνθήκες φωτισμού. Οι υφές στα περιβάλλοντα είναι πυκνές και αρκούντως ποιοτικές. Επιπλέον, ειδική μνεία αξίζει στα animations, τα οποία είναι εκπληκτικά τόσο σε ό,τι αφορά την κινησιολογία των χαρακτήρων, όσο και τους διάφορους τύπους επιθέσεων των εχθρών. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η έμφαση στη λεπτομέρεια των animations (πχ διαφορετικά για τα reloads των όπλων), όπως επίσης και το ότι αναμειγνύονται όμορφα το ένα με το άλλο, καθιστώντας την κίνηση ρευστή κι αβίαστη. Σε ό,τι αφορά τα τεχνικά, στο PS5 δεν συνάντησα προβλήματα άξια αναφοράς, πέραν από ορισμένα μικρά bugs και κάποια frame drops εδώ κι εκεί.
Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει, ως επί το πλείστον, και στον ηχητικό τομέα. Τα εφέ των όπλων προσφέρουν αυτή την μικρή έκρηξη ντοπαμίνης μετά από κάθε πάτημα της σκανδάλης, ενώ οι ήχοι του περιβάλλοντος αντιπροσωπεύουν στο έπακρο την δομή, το υλικό και την προέλευση των αντικειμένων στον κόσμο του παιχνιδιού. Η μουσική είναι από διάφορους συνθέτες, μεταξύ των οποίων και ο κορυφαίος Mick Gordon (Doom, Prey), με το αποτέλεσμα να ξεπερνά τις προσδοκίες. Τα μουσικά κομμάτια προσφέρουν μια ιδιαίτερη, σύγχρονη ματιά σε κλασικά ρωσικά έργα που κυκλοφόρησαν μεταξύ 60s και 80s, αναμειγνύοντας στοιχεία metal, funk και techno. Μοναδικό θέμα ως προς τα του ήχου είναι οι κάτω του μετρίου ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών, στην αγγλική μεταγλώττιση. Υπάρχει, βέβαια, επιλογή για ρωσικά, όπου η το επίπεδο ποιότητας ανεβαίνει κατακόρυφα, όμως οι υπότιτλοι είναι τόσο μικροί, που αυτή η επιλογή καθίσταται αυτομάτως προβληματική
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου