Η νεαρή Frey είναι ένα ορφανό που έχει μεγαλώσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, με μοναδικό πραγματικό σύντροφο την γάτα της. H Frey έχει μπλεξίματα με τον νόμο και πάρε-δώσε με τον υπόκοσμο, καθώς προσπαθεί να μαζέψει αρκετά χρήματα για να καταφέρει να φύγει εκτός πόλης και να κάνει μία νέα αρχή στην ζωή της. Ένα βράδυ, μετά από μία σειρά γεγονότων που την κάνουν να βρεθεί άστεγη, ανακαλύπτει ένα βραχιόλι. Αυτό αποτελεί τον καταλύτη για την περιπέτεια που την περιμένει, καθώς αμέσως μετά, βρίσκει τον εαυτό της σε έναν νέο κόσμο, την Athia, χωρίς τρόπο επιστροφής. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το βραχιόλι μπορεί να της μιλάει και η ίδια έχει αποκτήσει ξαφνικά μαγικές δυνάμεις. Όχι πολύ αργότερα, μαθαίνει πως η Athia είναι ερειπωμένη και κατεστραμμένη από το «break», μία μαγεία που έχει διαφθείρει και έχει μεταλλάξει την τοπική χλωρίδα και πανίδα. Έτσι λοιπόν, προσπαθεί να βρει τί ακριβώς έχει συμβεί, αλλά και έναν τρόπο να γυρίσει πίσω στην Νέα Υόρκη.
Το σενάριο του παιχνιδιού δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και η αλήθεια είναι πως ενώ κρατά το ενδιαφέρον μέχρι ενός σημείου (αρκετά ώστε να θέλετε να μάθετε τί γίνεται στην συνέχεια), είναι κακογραμμένο και έχει πολλά προβλήματα. Ας ξεκινήσουμε με την ίδια την Frey, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής και πολλές φορές βγάζει κάτι μεταξύ πριγκίπισσας Disney που πετά μπινελίκια και μίας συνεχώς οργισμένης, ξιπασμένης teenager που ξεσπά σε όλους. Ακόμα, την μία στιγμή είναι σε σύγχυση, δικαιολογημένα αφού έχει βρεθεί ξαφνικά σε ένα νέο κόσμο με διάφορες δυνάμεις, και από την άλλη, σε πολύ-πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το παίζει ιστορία και πετά ατάκες τύπου «κοίτα πόσο γαμάτη είμαι», θαρρείς και έχει χρόνια εμπειρίας στην πλάτη της. Κάτι άλλο που είναι αρκετά ενοχλητικό, είναι ότι δεν λέει να βάλει γλώσσα μέσα κατά την διάρκεια της μάχης. Πετά διάφορα χαζά τσιτάτα κάθε δύο-τρία δευτερόλεπτα σε σημείο που κουράζει.
Κατόπιν, έχουμε τους διαλόγους με τον Cuff, το μαγικό βραχιόλι της. Πέρα από το ότι είναι κακογραμμένοι, κατά την διάρκειά τους δεν μπορείτε να συνεχίσετε να κινείστε γρήγορα (ενίοτε και καθόλου). Ευτυχώς, μπορείτε να μειώσετε την συχνότητά τους από τις επιλογές του παιχνιδιού. Γενικότερα, το σενάριο θυμίζει superhero ταινία των 00s και ο ρυθμός της πλοκής είναι αρκετά προβληματικός. Μέχρι και το lore του κόσμου της Athia, δίνεται κυρίως μέσα από διάφορα κείμενα που μπορείτε να βρείτε και να διαβάσετε, αντί να έχει την πρέπουσα προσοχή και παρουσίαση. Το ακόμα πιο απογοητευτικό είναι πως στην συγγραφική ομάδα συγκαταλέγεται η Amy Hennig, η οποία στο παρελθόν μας έχει δώσει πολύ καλές ιστορίες (Legacy Of Kain, Uncharted).
Οι μάχες δεν είναι άσχημες, και όταν βρείτε τον ρυθμό τους, μπορούν να είναι αρκετά διασκεδαστικές, όμως έχουν κάποια θέματα που τις εμποδίζουν από το να αφήσουν μία πραγματικά καλή γεύση. Η Frey έχει στην διάθεση της μαγικές επιθέσεις που χτυπάνε κυρίως από απόσταση τους εχθρούς. Βέβαια, να πούμε πως το αρχικό button layout είναι περίεργο και κουράζει γρήγορα τα χέρια σας, καθώς τόσο για τα κύρια όσο και τα δευτερεύοντα ξόρκια που εκτοξεύετε πρέπει να πατάτε τις σκανδάλες. Οπότε μία συμβουλή που θα σας δώσω είναι να αλλάξετε τα κουμπιά από τις επιλογές για να σώστε τα δάχτυλα σας. Μάλιστα, μπορείτε το ίδιο να κάνετε και για την αλλαγή των προαναφερθέντων δευτερευόντων επιθέσεων που όταν χρησιμοποιούνται πρέπει να ξαναφορτίσουν μέχρι να είναι και πάλι διαθέσιμες. Αλλά με το αρχικό σύστημα ελέγχου, πρέπει να τα αλλάζετε εσείς, κάνοντας για λίγο παύση στην μάχη. Οπότε, καλό είναι να τα βάλετε να αλλάζουν αυτόματα. Δεν ξέρω γιατί υπάρχει αυτό το αχρείαστα περίπλοκο σύστημα, αλλά τουλάχιστον είναι κάτι που μπορείτε να βελτιώσετε λιγάκι.
Πέρα από τα ξόρκια όμως, η Frey είναι πολύ γρήγορη και ευκίνητη, εντός και εκτός μάχης. χάρη στο μαγικό παρκούρ που κάνει. Η κινητικότητά της έχει ομολογουμένως ωραία αίσθηση και ίσως είναι το δυνατότερο σημείο του τίτλου, όταν πολεμάτε εχθρούς, αποφεύγετε επιθέσεις και όταν εξερευνάτε τον αρκετά μεγάλο κόσμο της Athia. Αλλά και εδώ υπάρχουν στραβοπατήματα, όπως το γεγονός πως ενώ το παρκούρ είναι όντως ωραίο, έχει μία πολύ «χαλαρή» αίσθηση και δεν είναι φτιαγμένο για κινήσεις ακριβείας και αυτό φαίνεται κυρίως όταν προσπαθείτε να φτάσετε σε κάποιο πιο ψηλό σημείο ή να κάνετε λίγο πιο προσεχτικό platforming. Ένα άλλο πρόβλημα, είναι πως ακριβώς επειδή κινείστε γρήγορα και σχετικά απότομα, στις μάχες έχετε πρόβλημα με το lock-on στους εχθρούς, σε σημείο που νιώθετε πως η επικέντρωση σε έναν εχθρό είναι περισσότερο τυχαία διαδικασία, παρά αποτέλεσμα ενός σωστού μηχανισμού, ακόμα και με την αυτόματη στόχευση ενεργοποιημένη. Όλα αυτά κάνουν το παιχνίδι να θυμίζει Infamous αλλά από την… λαϊκή όσον αφορά τις μάχες και την εξερεύνηση γενικότερα.
Όταν νικάτε στις μάχες, κάνετε διάφορα βαρετά side-quests που σας αναθέτουν οι ΑΙ χαρακτήρες, ή ολοκληρώνετε κεφάλαια της ιστορίας, κερδίζετε XP και αυξάνετε το level της Frey. Αργότερα μάλιστα, ξεκλειδώνετε και νέες δυνάμεις με τα δικά τους talent trees. Αν μαζέψετε τα διάφορα υλικά που μπορείτε να βρείτε με το κιλό στον κόσμο (όντως, υπάρχουν πάρα πολλά collectables να βρείτε, σε βαθμό που το κύριο story κρατά γύρω στις 10-12 ώρες και το υπόλοιπο είναι εξερεύνηση για loot και καλούδια), μπορείτε να αναβαθμίσετε τις δυνάμεις, τις ικανότητες αλλά και τον εξοπλισμό της ηρωίδας. Μάλιστα μπορείτε να γίνετε αρκετά overpowered και να ισοπεδώνετε ότι βρεθεί στον δρόμο σας, από απλούς εχθρούς μέχρι και boss, τα οποία δυστυχώς δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Τουλάχιστον, τα boss έχουν πιο ενδιαφέρων σχεδιασμό απ’ ότι η πλειοψηφία των απλών εχθρών, που αποτελούνται κυρίως από μεταλλαγμένα ζώα ή απλούς πολεμιστές και μάγους.
Στο εικαστικό μέρος, έχουμε να κάνουμε με ένα αρκετά τυπικό και ως επί το πλείστον άδειο τίτλο ανοιχτού κόσμου χωρίς κάποια ξεχωριστή αισθητική. Τα περισσότερα μέρη είναι τα τυπικά ερείπια, κάστρα, δάση, ναοί και λιβάδια, που έχουμε δει σε άλλα τόσα παρόμοια παιχνίδια με fantasy-μεσαιωνική θεματολογία. Παρόλο που η Athia έχει μερικές όμορφες περιοχές που είναι ευχάριστες στο μάτι, η ποιότητα των γραφικών θυμίζει περισσότερο παιχνίδι που βγήκε στα τέλη του PS3 με αρχές του PS4. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από ένα παιχνίδι της τρέχουσας γενιάς φτιαγμένο για το PS5. Αυτό που χτυπά πιο άσχημα όμως είναι τα σχετικά συχνά frame drops αλλά και τα κακά facial animations, τα οποία δεν προσπαθούν καν να συμβαδίσουν με τα συναισθήματα που εκφράζουν οι διάφοροι χαρακτήρες κατά την διάρκεια των διαλόγων τους, με το αποτέλεσμα να είναι τραγελαφικό. Μπορείτε να επιλέξετε μεταξύ quality mode (4Κ/30fps), ray tracing mode (dynamic 4Κ/30fps) και performance mode (1080p/60fps). Η καλύτερη απόδοση προφανώς είναι στο performance, αλλά ούτε σε αυτό γλιτώνετε από τα frame drops.
Η μουσική είναι ικανοποιητική χωρίς να ξεχωρίζει και ακολουθεί τα γενικά μοτίβα fantasy τίτλων, με ορχηστρική μουσική, χορωδίες και όλα τα παρελκόμενα που έχουμε συνηθίσει. Το voice acting είναι αρκετά καλό, αν και η Frey μπορεί να καταλήξει να γίνει αρκετά ενοχλητική με το όλο sassy attitude της. Απλά, όσο καλή δουλειά και αν κάνουν οι ηθοποιοί, δεν τους βοηθάνε καθόλου οι κακοί διάλογοι. Το γενικότερο ηχητικό design έχει αρκετά θέματα, ειδικά στην μίξη του ήχου, με την μουσική να πνίγει τα ηχητικά εφέ, με αποτέλεσμα να αφαιρεί από την συνολική εμπειρία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου