Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου Book of Unwritten Tales και μετά από μια επιτυχημένη καμπάνια στο Kickstarter, η γερμανική King Art Games μας φέρνει το sequel με βελτιώσεις σε σχεδόν κάθε τομέα. To Book of Unwritten Tales 2 είναι ένα point and click adventure που ξεχωρίζει στο είδος του, το οποίο τελευταία κατακλύζεται από επεισοδικούς τίτλους που μας αναγκάζουν να περιμένουμε μήνες για μόλις λίγες ώρες gameplay.
Όλες οι ιστορίες των Book of Unwritten Tales λαμβάνουν χώρα στον μαγικό κόσμο της Aventasia, με τους κεντρικούς ήρωες να είναι τρεις: ο νέος μάγος-gnome Wilbur Weathervane, η πριγκίπισσα-elf Ivo και ο πειρατής Nate, με τον αχώριστο φίλο του Critter (φανταστείτε ένα μουγγό, ροζ πλασματάκι που αποθηκεύει αντικείμενα στο στομάχι του, σα να είναι βγαλμένο από τον συνδυασμό Muppet Show και Sesame Street) να βρίσκεται δίπλα του κάθε στιγμή. Το Book of Unwritten Tales 2 ξεκινάει με τον καθένα τους να ζει στον δικό του τόπο. Η Ivo βρίσκεται στο Elfburrow, με τη μητέρα της να μην την αφήνει να το κουνήσει ρούπι, ο Wilbur είναι πια δάσκαλος μαγείας στη σχολή του Seastone, ενώ ο Nate αντιμετωπίζει... μικροπροβλήματα στο πειρατικό νησί Tugator.
Μετά το γνώριμο κεντρικό μενού του ανοιχτού βιβλίου περνάτε στο σύντομο tutorial που, με έναν πρωτότυπο τρόπο, είναι ενσωματωμένο στην εισαγωγή. Στη συνέχεια βουτάτε κατευθείαν στη δράση χωρίς να περάσετε από καμία cutscene (των οποίων η χαμηλότερη ποιότητα γραφικών στο πρώτο παιχνίδι έβγαζε τον παίκτη κλίματος). Μην ανησυχείτε αν δεν έχετε παίξει κανένα από τα προηγούμενα της σειράς, συμπεριλαμβανομένου του prequel Critter Chronicles, καθώς ο κάθε χαρακτήρας ανακεφαλαιώνει όσα έχουν γίνει. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι “χάνετε” κάποια αστεία αν δεν είστε εξοικειωμένοι με τα γεγονότα του πρώτου Book of Unwritten Tales και το χιούμορ είναι από τα δυνατότερα χαρτιά του παιχνιδιού.
Εκτός των τριών κεντρικών playable χαρακτήρων, η Aventasia είναι γεμάτη τρελούς -μεταφορικά και κυριολεκτικά- ήρωες. Συναντάτε υπάρξεις όλων των ειδών, όπως ένας θάμνος που καπνίζει, ένα troll που... τρολάρει, βιβλία και πόρτες που μιλούν και άλλα παράδοξα που αξίζει να ανακαλύψετε μόνοι σας. Επιστρέφουν και σχεδόν όλοι οι γνώριμοι ήρωες του πρώτου τίτλου, όπως η μούμια με την σχεδόν ανύπαρκτη βραχεία μνήμη και ο ποντικός-σωματοφύλακας. Στον κόσμο του Book of Unwritten Tales δεν συναντάτε μόνο ιπτάμενα χνουδωτά και χαριτωμένα ζωάκια, αλλά και ανατριχιαστικά έντομα και τερατάκια με ατέλειωτα μάτια. Η κεντρική υπόθεση αργεί λίγο να πάρει μπρος, με το ένα κλισέ να διαδέχεται το άλλο. Η δύστυχη πριγκίπισσα που αγαπά τον ξένοιαστο πειρατή μια μέρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγήσει. Ο Wilbur, αν κι έχει πάψει να είναι ο απόλυτος φοβητσιάρης που ήταν στο παρελθόν, δεν ξέρει πού του παν’ τα τέσσερα ως δάσκαλος μαγείας και ο διευθυντής του φέρεται άδικα. Όλα αυτά αρχικά φαίνονται κοινότυπα, αλλά μέσα στις πρώτες δύο με τρεις ώρες ανακαλύπτετε άλλα, σοβαρότερα ζητήματα. Η ζωή του Archmage βρίσκεται σε κίνδυνο, ενώ κάποιος μεταμορφώνει την Aventasia σε φανταστικό κόσμο ζαχαρωτών για μικρά κορίτσια.
Το Book of Unwritten Tales 2 πιστεύει πολύ στο χιούμορ του, έχοντας εκτενείς αστείους διαλόγους και περιγραφές αντικειμένων. Μάλιστα, σε κάποιο σημείο η Ivo εκνευρίζεται με έναν γρίφο που μηδενίζεται με το που τον λύνει, κι έτσι αρχίσει να βρίζει αντανακλώντας τα αισθήματα των ίδιων των παικτών. Όπως και στο πρώτο παιχνίδι, δεν λείπουν οι διασκεδαστικές αναφορές σε RPG και άλλα παιχνίδια φαντασίας, ενώ μια οπτικά ευχάριστη έκπληξη είναι το ταξίδι πίσω στον χρόνο, στην εποχή της midi μουσικής και των text adventure. Κάτι που ίσως φανεί ενοχλητικό και όχι ιδιαίτερα αστείο σε ορισμένους παίκτες, είναι ο αριθμός των γρίφων που έχουν να κάνουν με το ξεγέλασμα μικρών τεράτων και λοιπών φανταστικών ζώων. Άλλα πρέπει να τα παγιδεύσετε μέσα σε κλειστούς χώρους, σε άλλα προκαλείτε λιποθυμία ή απλά τα βλέπετε να παθαίνουν κάτι κακό. Αν και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το παιχνίδι σας καθησυχάζει λέγοντας ότι τα τερατάκια “απλά κοιμούνται”, από την πέμπτη φορά που βλέπετε κάτι τέτοιο και μετά αυτού του είδος το χιούμορ αρχίζει να ξινίζει (ειδικά σε όσους είναι ευαίσθητοι απέναντι στα ζώα, ακόμα κι όταν πρόκειται για pixels).
Τα γραφικά είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους όμορφα, βελτιωμένα σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι, με λεπτομερείς εσωτερικούς χώρους. Η κάθε τοποθεσία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, όπως αιγυπτιακές πυραμίδες, πύργους, δάση ή ιπτάμενα καράβια. Κάτι που δίνει ξεχωριστό οπτικό βάθος είναι πως, όταν βρίσκεστε πολύ μακριά από ένα σημείο τότε αυτό είναι θολό έως ότου πλησιάσετε και ξεθολώσει. Το παράξενο από πλευράς γραφικών είναι πως οι πιο καλοσχεδιασμένες και πιο εντυπωσιακές τοποθεσίες βρίσκονται στο τέλος και όχι στην αρχή του παιχνιδιού. Ενώ ο σχεδιασμός του Seastone είναι μέτριος προς συμπαθητικός και το δάσος-λαβύρινθος φαίνεται μισοτελειωμένο, σχεδόν όλα τα μέρη που επισκέπτεστε με τον Wilbur την τελευταία ώρα παιχνιδιού είναι τόσο εκπληκτικά που κάνουν για wallpaper. Όσο για τον σχεδιασμό των ηρώων, αυτοί έχουν βελτιωθεί αρκετά, από τις λεπτομέρειες και τα ρούχα που φορούν μέχρι τη χρήση της γλώσσας του σώματος για να εκφράζουν χαρά, έκπληξη ή ενόχληση (πχ τα χέρια στη μέση).
Σε σχέση με το αρχική παιχνίδι έχουν γίνει κάποιες αλλαγές στο user interface. Ο κέρσορας του ποντικιού είναι πλέον μικρότερος, αλλά συνάμα και πιο καλαίσθητος. Η μεγαλύτερη αλλαγή έχει γίνει στο inventory, καθώς ενώ πριν το inventory εμφανιζόταν στο κάτω μέρος της οθόνης όταν το χρειαζόσασταν, τώρα πρέπει να κάνετε κλικ στο σακίδιο κάτω δεξιά της οθόνης ή να πατήσετε τη ροδέλα του ποντικιού σας για να το ανοιγοκλείσετε. Πέρα από το ότι τα αντικείμενα τώρα είναι πολύ μικρά σε σχέση με πριν, δεν μπορείτε να μετακινήσετε το μη-διαφανές σακίδιο στην οθόνη κι έτσι αναγκάζεστε συχνά να το κλείνετε ώστε να μπορείτε να αλληλεπιδράτε με το περιβάλλον και τα αντικείμενα που βρίσκονται πίσω από το ανοιχτό σακίδιο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου