Είναι μερικά παιχνίδια από τα οποία περιμένεις να σου προσφέρουν μερικές ευχάριστες ώρες και καταλήγουν να σε γεμίζουν συναισθήματα, συγκινήσεις και απόλυτη ικανοποίηση. Το The Banner Saga, παρά τα διάφορα μικρά προβλήματά του, πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Το preview build μου είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις, αλλά δεν φανταζόμουν πως το τελικό παιχνίδι θα είναι τόσο καλό. Ότι καλύτερο για το ξεκίνημα της νέας χρονιάς.
Η ιστορία του The Banner Saga σας βρίσκει σε έναν φανταστικό κόσμο, καλυμμένο από χιόνια και έναν χειμώνα που κρατάει μήνες. Οι θεοί έχουν εγκαταλείψει τους θνητούς ανθρώπους και τους γιγαντόσωμους Varl, ενώ ο ήλιος αρνείται να εγκαταλείψει τη θέση του στον ουρανό. Χωρίς νύχτες, μέσα σε ηλιόλουστες παγωμένες ημέρες, πόλεις και μικρά χωριά αγωνίζονται να επιβιώσουν. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν μια αρχαία φυλή, που όλοι θεωρούσαν εξαφανισμένη, επιστρέφει δυναμικά με σκοπό τον πλήρη αφανισμό του πολιτισμού.
Η πλοκή χωρίζεται σε κεφάλαια, στο κάθε ένα εκ των οποίων ακολουθείτε δύο κεντρικούς χαρακτήρες και τους συντρόφους τους, ενώ λίγο μετά τη μέση όλα δένουν μεταξύ τους μέχρι το τέλος. Πέρα από την ελαφρώς απότομη, μπερδεμένη αρχή, το σενάριο είναι καλό με ωραίο ρυθμό και συνοχή. Σε κάποια από τα κεντρικά κεφάλαια δίνεται η εντύπωση πως “τραβάει” κάπως, όμως κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτό βοηθάει δραματικά στην ατμόσφαιρα και είναι ένα τέχνασμα του gameplay παρά λάθος της πλοκής.
Οι χαρακτήρες μπορεί να μην έχουν την καλύτερη ανάπτυξη που έχετε δει, είναι όμως ζωντανοί και έντονοι ως προσωπικότητες. Οι Varl με τους κανόνες ηθικής και τιμής τους, οι άνθρωποι ευγενείς με μία ελαφριά υπεροψία και οι απλοί πολίτες που τραβάνε τα πάνδεινα, υποφέρουν, χαίρονται και δένονται ως ομάδα.
Κατά την ταπεινή μου άποψη σπουδαιότερος χαρακτήρας είναι ο κυνηγός Rook, ένας από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές, ο οποίος ξεκινάει από χαμηλά, αναλαμβάνει την φροντίδα των συντρόφων του, συναντά σπουδαίους βασιλείς και λαμβάνει καθοριστικές αποφάσεις για τον κόσμο, ενώ παράλληλα αναπτύσσει μία τρυφερή σχέση με την μοναχοκόρη του.
Το τέλος του The Banner Saga με άφησε να κοιτάω κολλημένος την οθόνη, καθώς είναι άρτια καλοφτιαγμένο, γεμάτο συναισθήματα και επειδή δεν το περίμενα. Χρειάστηκα περίπου 7 με 8 ώρες για το πρώτο μου playthrough, ενώ περίμενα τουλάχιστον 10 σύμφωνα με τις δηλώσεις της Stoic. Βέβαια όλα βασίζονται στις αποφάσεις του κάθε παίκτη και στο βαθμό δυσκολίας. Θεωρώ πως είναι από τα παιχνίδια που απαιτούν πολλαπλές επαναλήψεις για να μάθετε και να συναντήσετε κάθε πιθανό σενάριο και συμβάν.
Όπως είχα γράψει στο preview του τίτλου, το gameplay είναι εξαιρετικά απλοϊκό και λιτό. Το παιχνίδι έχει τρία βασικά στάδια: τους διαλόγους, τις μάχες και το ταξίδι που αποτελεί τον βασικό κορμό για όλες τις εξελίξεις. Οι διάλογοι δεν απαιτούν ανάλυση. Πρόκειται για τη συμβατική λίστα φράσεων για συζητήσεις μεταξύ χαρακτήρων με πολλές επιλογές, αν και λίγες από αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές με αντίκτυπο στην ιστορία. Οφείλω να αναφέρω πως η ποιότητα συγγραφής είναι εξαιρετική και μου άφησε πολύ καλή εντύπωση. Το σύστημα μάχης είναι turn-based σε κλασικό τετράγωνο grid με απλές λειτουργίες και το μαθαίνετε εύκολα. Οι διαθέσιμες επιλογές για κάθε χαρακτήρα είναι λίγες, όπως η κίνηση, επίθεση από κοντά ή μακριά, ειδική ικανότητα και ξεκούραση (άκρως σημαντική στις υψηλότερες δυσκολίες). Φαντάζει λειψό στην αρχή, όμως σύντομα βλέπετε πως η ΑΙ δεν χαρίζεται και πως υπάρχει ένα σχετικό βάθος στη σωστή σειρά των επιθέσεων, την τοποθέτηση των χαρακτήρων σας και τους αμυντικούς σχηματισμούς τους. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν φτάνει παιχνίδια τακτικής ή το βάθος άλλων turn based-RPG.
- Blogger Comment
- Facebook Comment
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου