REVIEW: Το Amnesia: The Bunker στο δυτικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

  


Είναι η φύση του τόσο ακραία, που δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς – το horror είτε το αγαπάς, είτε το μισείς, μέση οδός δεν υπάρχει. Είναι, επίσης, γεγονός πως τα καλά παιχνίδια τρόμου αποτελούν εμπειρίες που στιγματίζουν εκ βαθέων τον παίκτη, ο οποίος τις «κουβαλάει» μέσα του για καιρό. Ένα τέτοιο παιχνίδι υπήρξε και το Amnesia: The Dark Descent και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως μας στοιχειώνει ακόμη και σήμερα, 13 χρόνια μετά. Οφείλουμε να παραδεχτούμε, ωστόσο, πως στα χρόνια που ακολούθησαν, η δημιουργός Frictional Games έχασε τη φόρμα της και τα μεταγενέστερα Amnesia ήταν μετριότητες στην καλύτερη. Ευτυχώς αυτή η καθοδική πορεία σταματάει με το Amnesia: The Bunker, το οποίο είναι μια εμπειρία τρόμου αντάξια του πρώτου τίτλου.

Το Amnesia: The Bunker λαμβάνει χώρα στο διαβόητο δυτικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά το 1916. Ενσαρκώνετε τον ρόλο του Γάλλου στρατιώτη Henri Clement, ο οποίος αποκόπτεται από τη μονάδα του και προσπαθεί να επιβιώσει εντός των χαρακωμάτων, που αποτελούν σήμα-κατατεθέν του πολέμου. Ο Henri και ο σύντροφός του Augustin Lambert βρίσκουν καταφύγιο μέσα σε έναν κρατήρα, μέχρι που γίνονται αντιληπτοί από τις γερμανικές δυνάμεις. Κατόπιν αδυσώπητης καταδίωξης, ο Henri χάνει τελικά τις αισθήσεις του και ξυπνά μέρες μετά εντός ενός πολεμικού οχυρού (bunker), κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, αδυνατώντας να θυμηθεί πώς βρέθηκε εκεί. Σύντομα ανακαλύπτει πως το οχυρό είναι έρημο, ενώ η μοναδική έξοδος έχει ανατιναχτεί κι, έτσι, ο ίδιος βρίσκεται εγκλωβισμένος. Είναι, επίσης, πρόδηλο, πως κάτι φρικαλέο συνέβη εκεί μέσα όσο εκείνος ήταν αναίσθητος, καθώς υπάρχουν αίματα παντού, ενώ δεν λείπουν και τα διασκορπισμένα κομμάτια ξεσκισμένης ανθρώπινης σάρκας που συμπληρώνουν το μωσαϊκό.

Καθώς προχωράτε διστακτικά στους στενούς διαδρόμους του οχυρού, ακούτε μια φωνή, πνιχτή και πονεμένη. Σπεύδετε προς τον σύντροφο στρατιώτη που σας καλεί, γονατίζετε δίπλα του σε μια προσπάθεια να τον ακούσετε καλύτερα. Εκείνος σας ζητά να τον απαλλάξετε από το μαρτύριό του. Όμως, λίγο προτού τελέσετε την πράξη, ένας απόκοσμος βρυχηθμός ακούγεται, ακολουθούμενος από την σπαραξικάρδια κραυγή του συντρόφου στρατιώτη – κάτι τον τράβηξε βίαια εντός των τοιχών του οχυρού και τον ξέσκισε με λύσσα. Είναι η στιγμή εκείνη που συνειδητοποιείτε πως δεν είστε καθόλου μόνος τελικά και πως το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να βρείτε τρόπο να ξεκουμπιστείτε από κει μέσα, το συντομότερο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχετε κι εσείς την ίδια μοίρα.

Είναι ευνόητο από τα παραπάνω θαρρώ, πως η ιστορία του παιχνιδιού δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, κι ούτε χρειάζεται άλλωστε. Ο τρόπος που επικοινωνείται στον παίκτη ωστόσο, μέσα από τα διάφορα σημειώματα των νεκρών πια στρατιωτών, καθώς επίσης και τις σύντομες σεκάνς εδώ κι εκεί, συνδράμει τα μέγιστα στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας βαριάς και αποτρόπαιης. Η αίσθηση μοναξιάς, εγκατάλειψης και βαθύτατης απόγνωσης κυριαρχούν και σας συντροφεύουν καθόλη τη διάρκεια του εφιάλτη. Παράλληλα, μέσα από προσωπικά σημειώματα του Henri, μαθαίνετε πως ο ίδιος κρύβει ενοχές για κάτι που έκανε, κάτι που έχει άμεση σχέση με τα γεγονότα που συνέβησαν εντός του οχυρού. Το παραπάνω, αν και αποτελεί γνωστή συνταγή, προσθέτει την απαραίτητη δόση μυστηρίου η οποία είναι σαφώς καλοδεχούμενη. Συνολικά, η ιστορία επιτελεί τον σκοπό της, και με το παραπάνω κατ’ εμέ. Το μόνο θέμα που θα μπορούσε να ενοχλήσει είναι η σύντομη διάρκεια (μόλις τέσσερις ώρες), όμως αυτή αντανακλάται στην χαμηλή (σχετικά) τιμή αγοράς του παιχνιδιού.

Περνώντας στα του gameplay, το Amnesia: The Bunker είναι σκληροπυρηνικό survival horror πρώτου προσώπου, με ορισμένα immersive sim στοιχεία. Ως αναφέρθηκε πιο πάνω, βασικός σας στόχος είναι να αποδράσετε από το οχυρό, πράγμα καθόλου εύκολο. Κι αυτό διότι, αφενός θα πρέπει να βρείτε τα απαραίτητα εκρηκτικά για να ανατινάξετε την μπλοκαρισμένη έξοδο (τα οποία βρίσκονται φυσικά σε απόμακρα και δυσκόλως προσεγγίσιμα σημεία), και αφετέρου έχετε ένα τέρας στο κατόπι σας. Το τέρας θυμίζει πολύ τα xenomorphs του Alien Isolation, σε ό,τι αφορά το gameplay. Αν και δεν διαθέτει αντίστοιχα προηγμένη νοημοσύνη, είναι έτσι στημένοι οι μηχανισμοί του παιχνιδιού, που μακιγιάρουν την εν λόγω αδυναμία. Καθώς περιηγείστε στους κλειστοφοβικούς διαδρόμους του οχυρού, το τέρας παραμονεύει εντός των τοιχών, και μολονότι υπερευαίσθητο στο φως, διαθέτει εκπληκτική ακοή. Εάν κάνετε θόρυβο λοιπόν, εκείνο βγαίνει από την τρύπα του και σας κυνηγάσει με αμείλικτη αποφασιστικότητα.

Το παιχνίδι προσφέρει αρκετούς τρόπους ώστε να αποφύγετε το τέρας. Ο βασικός και πιο αποτελεσματικός από αυτούς είναι το φως, το οποίο το τέρας αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Υπάρχει, ωστόσο, ένα μικρό πρόβλημα. Προκειμένου να έχετε φως, χρειάζεστε τη γεννήτρια. Και τί χρειάζεται μια γεννήτρια για να λειτουργήσει; Χρειάζεται καύσιμο. Περιττό να πω πως οι ποσότητες καυσίμου είναι πολύ περιορισμένες και η γεννήτρια τις καταπίνει με πρωτόγνωρη λαιμαργία. Επιπλέον, τα μπιτόνια καυσίμου (τα οποία βρίσκετε μέσω εξερεύνησης) καταλαμβάνουν χώρο στο σφόδρα περιορισμένης χωρητικότητας inventory. Προκειμένου να ξέρετε πόσος χρόνος σας μένει μέχρι η γεννήτρια να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα καυσίμου, έχετε μαζί σας ένα ρολόι. Μόλις το ρολόι φτάσει στο μηδέν, τα φώτα σβήνουν και βρίσκετε εαυτόν στο πιο πηχτό σκοτάδι, ενώ τα βήματα του τέρατος, που πλέον βρίσκεται στο στοιχείο του, πλησιάζουν ολοένα. Εδώ έρχεστε αντιμέτωπος με ένα από τα πολλά δύσκολα διλήμματα που θέτει το παιχνίδι μέσω των μηχανισμών του: χρησιμοποιείτε όλα σας τα μπιτόνια με μιας, αγοράζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στην ασφάλεια που σας παρέχει το φως ή τα κρατάτε για ώρα ανάγκης; Και εφόσον αποφασίσετε το δεύτερο, ποιες είναι οι εναλλακτικές;

Αρχικά να αναφέρω πως υπάρχει ένας επιπλέον αποθηκευτικός χώρος, ο οποίος όμως βρίσκεται στο safe room, δίπλα στη γεννήτρια. Κάθε φορά που ετοιμάζεστε να κάνετε μια εξόρμηση, οφείλετε να παίρνετε μαζί σας τα απολύτως απαραίτητα (άλλη μια πολύ δύσκολη απόφαση που καλείστε να λάβετε). Με το που μαζέψετε αρκετούς πόρους ή/και αντικείμενα που χρειάζεστε για να αποδράσετε, επιστρέφετε στο safe room, αφήνετε ό,τι δεν χρειάζεστε στον αποθηκευτικό χώρο, ταΐζετε επιπλέον καύσιμο την γεννήτρια, κάνετε save, και ετοιμάζεστε για νέα εξόρμηση. Εφόσον αποφασίσετε να μην ανανεώσετε το καύσιμο της γεννήτριας (ή αν απλά δεν έχετε άλλο καύσιμο) η βασική σας εναλλακτική είναι ένας επαναφορτιζόμενος φακός. Το πρόβλημα του εν λόγω είναι διττό: αφενός το φως του είναι εξαιρετικά αμυδρό και δεν πρόκειται να αποθαρρύνει το τέρας από το να σας κυνηγήσει, και αφετέρου το φως του διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό προτού χρειαστεί να το επαναφορτίσετε, και η πράξη αυτή κάνει θόρυβο. Πολύ θόρυβο. Δεν μου φτάνουν οι λέξεις για να περιγράψω το συναίσθημα του να κοιτάτε το ρολόι τη στιγμή ακριβώς που κλείνουν τα φώτα και ακούτε την αποτρόπαια κραυγή του τέρατος κάπου εκεί κοντά. Καθώς δεν βλέπετε τίποτα, θέλετε να ανάψετε τον φακό, παράλληλα όμως γνωρίζετε πως μια τέτοια πράξη ίσως να είναι και η τελευταία σας.

Πέραν του φακού, υπάρχει και ένας πυρσός που μπορείτε να κάνετε craft αργότερα στο παιχνίδι. Όμως η διάρκειά του είναι μικρή και, φυσικά, καταλαμβάνει πολύτιμο χώρο στο inventory. Εφόσον το τέρας βγει από την κρυψώνα του, δεν είστε παντελώς χαμένοι. Μπορείτε να κρυφτείτε κάτω από κάποιο έπιπλο (εάν προλάβετε), να το πυροβολήσετε με μια-δυο από τις ελάχιστες σφαίρες που διαθέτετε (γεγονός που θα το καθυστερήσει - ίσως), να του πετάξετε μια εκ των ελάχιστων χειροβομβίδων στη διάθεσή σας (γεγονός που επίσης θα το καθυστερήσει - ίσως), να βάλετε φωτιά στο έδαφος (εφόσον υπάρχει διαρροή καυσίμου), να πυροβολήσετε κάποιο εύφλεκτο βαρέλι που βρίσκετε κοντά κτλ. Το παιχνίδι σας προσφέρει πολλές δυνατότητες, ενώ ελάχιστες επαφές σας με το τέρας είναι scripted, πράγμα εντυπωσιακό. Θα πρέπει να βάλετε το μυαλό σας να δουλέψει, διότι αν πανικοβληθείτε και αρχίσετε να τρέχετε σαν μουρλός, οι στιγμές σας είναι μετρημένες. Σε αυτό το σημείο να σημειώσω πως υπάρχουν αρκετές παγίδες διάσπαρτες εντός του οχυρού, τις οποίες καλείστε να αποφύγετε και που μπορείτε σαφώς να χρησιμοποιήσετε προς όφελός σας. Κάθε φορά που τρώτε damage, πρέπει να κλείσετε την πληγή το συντομότερο (μέσω craftable επιδέσμων), καθώς το αίμα προσελκύει τον διώκτη σας.

Σε ότι αφορά το level design, έχει γίνει εξαιρετική δουλειά. Το πολεμικό οχυρό είναι μεγαλύτερο απ’ ότι δείχνει εκ πρώτης όψεως, διαθέτει την απαραίτητη συνεκτική διασύνδεση, ενώ αποτελεί το ιδανικό πλαίσιο για μια κλειστοφοβική κι αγωνιώδη εμπειρία τρόμου. Υπάρχουν πάντα παραπάνω από ένας τρόποι για να φτάσετε στον προορισμό σας ή/και για να μπείτε σε κάποιο από τα πολλά δωμάτια του οχυρού. Το αν θα ξοδέψετε χρόνο (και καύσιμο κατ’ επέκταση) ώστε να βρείτε τον τρόπο να τρυπώσετε ή αν απλά θα ανατινάξετε την πόρτα, ρισκάροντας έτσι να τραβήξετε το τέρας στο κατόπι σας, είναι αποκλειστικά στη διακριτική σας ευχέρεια, και θα αναγκαστείτε να ζήσετε ή να πεθάνετε με τις συνέπειες των πράξεών σας. Δεν έχετε πρόσβαση στον χάρτη ανά πάσα ώρα και στιγμή, παρά μόνον στο safe room, είναι, όμως, έτσι δομημένο το οχυρό, που αν είστε λίγο παρατηρητικός, ξέρετε πάντα πού βρίσκεστε και πώς να αποδράσετε. Θα έλεγα, μάλιστα, πως το να σημειώνετε νοητά τις πολλαπλές εξόδους από τον εκάστοτε χώρο στον οποίο είστε, αποτελεί ζήτημα επιβίωσης.

Κάπου εδώ έφτασε η ώρα να απαντήσουμε στο πιο σημαντικό ερώτημα: πόσο τρομακτικό είναι το Amnesia: The Bunker; Σε παλαιότερη κριτική (Madison) έχω αναφερθεί στην πολυσχιδή φύση του horror, ως είδος. Υπάρχει ο τρόμος που διαπνέεται από εκείνο το εθιστικό και συνάμα ανυπόφορο αίσθημα σαπίλας και απόγνωσης, αυτός που βασίζεται στον αγνό φόβο που παραλύει τα μέλη, ο τρόμος που σοκάρει μέσω εικόνων έντονης βίας κτλ. Κατά την άποψή μου το The Bunker δεν είναι ένα παιχνίδι που τρομάζει, τουλάχιστον όχι με την συνήθη έννοια του όρου. Αντ΄ αυτού, σας πανικοβάλλει και σας αγχώνει σε τέτοιο βαθμό, που δεν αντέχετε να παίξετε άλλο και χρειάζεστε χρόνο για να ηρεμήσετε. Η απειλή του τέρατος πλανάται διαρκώς σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι σας και αρκεί από μόνη της για να σας φέρει σε πολύ άβολη θέση. Όταν, όμως, η εν λόγω απειλή πραγματοποιείται, το άγχος και ο πανικός που σας καταβάλλουν αγγίζουν δυσθεώρητα επίπεδα, σε σημείο που το αίσθημα καταντά ανυπόφορο. Παράλληλα, η υποβλητική ατμόσφαιρα εγκατάλειψης σας ξυπνά μια νότα βαθιάς απόγνωσης, την οποία κουβαλάτε μέσα σας και μετά τους τίτλους τέλους.

Περνώντας στα γραφικά, η αλήθεια είναι πως το παιχνίδι δεν εντυπωσιάζει. Τα γραφικά δεν είναι σε καμία περίπτωση κακοφορμισμένα, είναι ωστόσο μέτρια για τα σημερινά δεδομένα. Επιπλέον, είναι τέτοια η φύση της τοποθεσίας, που δεν αφήνει χώρο για πολυποίκιλα περιβάλλοντα. Συνολικά θα έλεγα πως τα γραφικά εξυπηρετούν τον σκοπό τους και μέχρι εκεί. Σε ό,τι αφορά τα τεχνικά, έπαιξα τον τίτλο σε δυνατό PC, με όλες τις ρυθμίσεις στο maximum και προσωπικά δεν συνάντησα κανένα απολύτως πρόβλημα (ούτε καν frame drops). Σε ό,τι αφορά τον ήχο, η δουλειά που έχει γίνει είναι υψηλού επιπέδου. Πρόκειται για ένα αρκετά ήσυχο παιχνίδι, όπου η δυνατότητά σας να ακούτε τα μικρά τριξίματα και τους πνιχτούς γδούπους εδώ κι εκεί, τα οποία καμιά φορά μετουσιώνονται σε βήματα που πλησιάζουν, είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο για το χτίσιμο ατμόσφαιρας, όσο και για την επιβίωσή σας. Η μουσική είναι πάρα πολύ διακριτική, και χρησιμοποιείται κυρίως για να σας ειδοποιήσει πως βρίσκεστε σε κίνδυνο. Κάνουν κι αυτό το κλασικό, πλην όμως αποτελεσματικό, κόλπο, με την μια και μοναδική νότα που παίζει για πολλή ώρα και εντείνει την αγωνία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών, τέλος, κρίνονται καλές.

Share on Google Plus

About Freegr network

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου