Werewolf The Apocalypse Earthblood review


 Όσα χρόνια και να περάσουν, όσο και να εξελιχθεί η ανθρωπότητα, πάντα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα πιο ζωώδη, τα πιο αρχέγονα της ένστικτα. Μία αέναη προσπάθεια να υποτάξουμε και να αφήσουμε πίσω μας το “εσώτερο κτήνος” και να ακολουθήσουμε το πολιτισμένο μονοπάτι της προόδου. Έτσι λοιπόν, δεν είναι τυχαίο πως ο λυκάνθρωπος είναι ένα από τα πιο διαχρονικά και αρχετυπικά τέρατα. 
Πρόκειται για έναν μύθο που πάντα θα μας συναρπάζει και πάντα θα κινεί το ενδιαφέρον, γιατί έχει να κάνει με την ίδια μας την φύση. Εννοείται βέβαια, πως το concept του λυκάνθρωπου έχει επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό το fantasy και την ποπ κουλτούρα, και κατ' επέκταση, το gaming. Για την ακρίβεια, το Werewolf: The Apocalypse - Earthblood, είναι βασισμένο στο pen-and-paper RPG, Werewolf: The Apocalypse, το οποίο, όπως και το “αδερφάκι” του, Vampire: The Masquerade, ανήκει στο World Of Darkness. Πάμε λοιπόν να δούμε αν πρόκειται για μία πετυχημένη μεταφορά.

Στο παιχνίδι, αναλαμβάνετε τον ρόλο του Cahal, ενός Ιρλανδού μισθοφόρου-λυκάνθρωπου. Ο Cahal έχει εξοριστεί από την φυλή του (αφήνοντας πίσω και την κόρη του), αφού στο παρελθόν, δεν μπορούσε να ελέγξει την οργή του, και μέσα στην μανία του, επιτέθηκε και σκότωσε έναν από τους συντρόφους του. Παρόλα αυτά, οι περιστάσεις και οι νέες απειλές που εμφανίζονται, τον αναγκάζουν να επιστρέψει, για να προστατέψει την αγέλη του, αλλά και να πολεμήσει μαζί τους την Endron, μία εταιρεία που καταστρέφει το περιβάλλον. Θα περίμενε κανείς πως ένα action-RPG που βασίζεται σε ένα τόσο πλούσιο και βαθύ lore θα έχει καλή ιστορία. Όμως το μέτριο σενάριο, οι κακογραμμένοι διάλογοι, το ανέμπνευστο voice acting και οι διάφοροι χαρακτήρες δίχως ουσία, καθιστούν το αφηγηματικό κομμάτι αδιάφορο ως επί το πλείστον. Επίσης, το ότι βρίσκεστε εν μέσω ενός σκασμού από όρους και έννοιες, οι οποίοι μπερδεύουν αν δεν έχετε εντρυφήσει στο επιτραπέζιο RPG, δεν βοηθά καθόλου την κατάσταση.

Δυστυχώς, το παιχνίδι δεν τα πηγαίνει καλύτερα στο gameplay. Αν μη τι άλλο, τα πράγματα εδώ είναι χειρότερα. O Cahal έχει στην διάθεση του τρεις μορφές: Την ανθρώπινη, που χρειάζεστε όταν πρέπει να μιλήσετε με άλλους χαρακτήρες, να χρησιμοποιήσετε κάποια συσκευή ή να περάσετε απαρατήρητοι. Την μορφή του λύκου για stealth και να περνάτε απαρατήρητοι από τους εχθρούς. Τέλος, την μορφή του λυκάνθρωπου, που χρησιμοποιείτε στις διάφορες μάχες.

“Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις!"

Ουσιαστικά, το gameplay εναλλάσσεται συνεχώς, μεταξύ stealth και μάχης. Στο stealth κινείστε ως άνθρωπος και ως λύκος. Εκεί, έρχεστε αντιμέτωποι με την πολύ κακή νοημοσύνη των εχθρών, το βαρετό, χιλιο-χρησιμοποιημένο level design, και την συνειδητοποιήση πως όλα αυτά τα έχετε δει και τα έχετε παίξει εδώ και χρόνια, σε πολύ καλύτερα παιχνίδια. Στις μάχες, ως λυκάνθρωπος έχετε στην διάθεσή σας γρήγορες και δυνατές επιθέσεις, καθώς και δύο στάσεις, μία για να κινείστε πιο γρήγορα και ευκίνητα και μία για να είστε αργοί, αλλά με πιο δυνατές επιθέσεις. Όσους περισσότερους εχθρούς σκοτώνετε, γεμίζετε τον μετρητή rage, ο οποίος σας επιτρέπει να θεραπευτείτε ή να χρησιμοποιήσετε κάποιες ειδικές επιθέσεις. Παράλληλα, υπάρχει και ο μετρητής frenzy, που μόλις γεμίσει, σας επιτρέπει να κάνετε παραπάνω ζημιά στους εχθρούς, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε special κινήσεις. Ακόμα, όσο προχωράτε, μπορείτε να ξεκλειδώνετε νέες κινήσεις, ικανότητες και επιθέσεις στα skill tree του Cahal.

Ενώ οι μάχες με τον στρατό της Endron και τους αντίπαλους λυκάνθρωπους είναι αιματηρές και έχουν κάποιες διασκεδαστικές στιγμές, πολύ σύντομα γίνονται επαναλαμβανόμενες, χωρίς καλή ροή, και καταλήγετε απλά να spam-άρετε μία-δύο επιθέσεις, άντε και καμία αποφυγή (όταν δεν παλεύετε με την κάμερα που κάποιες φορές κάνει ό,τι θέλει). Σε ένα παιχνίδι όπου είσαι λυκάνθρωπος και σφάζεις κόσμο, θα έπρεπε να νιώθεις ως το ασταμάτητο κτήνος που μοιράζει θάνατο. Δυστυχώς οι επιθέσεις δεν έχουν αίσθηση “βάρους” και τον αντίκτυπο που θα έπρεπε, οπότε η όλη εμπειρία καταλήγει να γίνεται αγγαρεία.

“Τους κατούρησα την αποθήκη, να μάθουν.”

Οπτικά, το Werewolf θυμίζει παιχνίδι PS3/X360, με βαρετά περιβάλλοντα, μουντά χρώματα και γραφικά που δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να επιδείξουν, τόσο στον τεχνολογικό τομέα, όσο και στον σχεδιασμό τους. Από τον ήχο, η μουσική επένδυση αξίζει μια αναφορά. Ναι μεν είναι περισσότερο μουσικό χαλί, παρά κάτι που μένει στην μνήμη, αλλά είναι επαρκής και ταιριαστή, με metal/rock κιθάρες να κυριαρχούν στο soundtrack.

Share on Google Plus

About Freegr network

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου