Tα παιχνίδια της Telltale έχουν κάτι το ανησυχητικά εθιστικό. Από την μία, πιάνω τον εαυτό μου κάθε φορά να δυσκολεύεται μεν να ξεκινήσει ένα νέο παιχνίδι της εταιρείας εξαιτίας του προβληματικού gameplay με τα δεκάδες quicktime events και τις σιχαμένες αποφάσεις που πρέπει να πάρω, οι οποίες ειδικά εάν είστε αναποφάσιστος σαν εμένα αποτελούν ένα εφιάλτη. Από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να ξεκολλήσω.
Όσο κι αν λέω ότι αυτό το παιχνίδι ξεκινάει χλιαρά, το τάδε θα το βαρεθώ κτλ, τελικά καταλήγω να τα ολοκληρώνω σε δύο-τρία παιξίματα με αντίστοιχα ξενύχτια. Μετά από τόσα χρόνια επιτυχίας και μπόλικα παιχνίδια, η Telltale έχει ειδικευτεί πλέον στο να εξιστορεί εντυπωσιακές περιπέτειες με κορυφαία ανάπτυξη των χαρακτήρων που συμμετέχουν και σωστή δόση αγωνίας, δράματος και -στην περίπτωση του Guardians of the Galaxy- χιούμορ. Ενώ δεν εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από το πρώτο επεισόδιο του παιχνιδιού, τελικά η Telltale πάλι αναμενόμενα με κέρδισε. Αν και δυστυχώς πάλι με κέρδισε μόνο με το σενάριό της.
Ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή. Μετά από δύο ιδιαίτερα επιτυχημένες ταινίες, λογικά έχετε ακούσει για τους Guardians of the Galaxy, μία παρέα πέντε αντιηρώων, που είναι μία ανάμειξη του Deadpool και των Xmen. Έχουν το χιούμορ του πρώτου (εντάξει, όχι σε κάφρικο επίπεδο) και το συναισθηματικό background των δεύτερων.
Ο συνδυασμός αυτός, προσωπικά, μου άρεσε όταν τους γνώρισα στην πρώτη ταινία, αναγνωρίζοντας σε αυτούς κάτι που μου έλειπε πολύ: ανάλαφρους “υπερήρωες” με έντονη δράση χωρίς το υπερβολικό μελόδραμα που συνήθως τους συνοδεύει. Όχι ότι και αυτοί δεν έχουν την σαπουνόπερα μέσα τους, αλλά την προσφέρουν σε μικρές σχετικά δόσεις και με πολύ χιούμορ, οπότε είναι πιο εύπεπτη.
Η ομάδα αποτελείται από τον Star-Lord, κατά κόσμον Peter Quill, γήινο στην καταγωγή, του οποίου την ανατροφή αναλαμβάνει μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Yondu, ένας εξωγήινος ψιλοκακοποιός και φίλος του (επίσης εξωγήινου) πατέρα και της μητέρας του Star-Lord. Στην ομάδα μαζί του είναι επίσης η Gamora, μία σέξι εξωγήινη και θετή κόρη του παντοτινά κακού τιτάνα και εχθρού των Guardians, Thanos, ο Rocket, ένα γενετικά τροποποιημένο ρακούν με ελάχιστες ηθικές αναστολές, ο Groot, ένας δενδροειδής εξωγήινος και κολλητός φίλος του Rocket και ο Drax, γεννημένος και μεγαλωμένος για να πολεμάει. Tο παιχνίδι ξεκινάει με μία εντυπωσιακή ανατροπή: το θάνατο του Thanos από τα χέρια του Star-Lord. Με το θάνατο του Thanos, πέφτει στα χέρια της ομάδας το Eternity Forge, ένα αρχαίο Kree αντικείμενο με τεράστιες δυνατότητες πάνω στη ζωή και τον θάνατο. Το αντικείμενο αυτό το αναζητά και η Hala, μία επιζήσασα Kree που έχει στόχο να αναστήσει όσους περισσότερους Kree μπορεί και να επαναφέρει το λαό της στην αρχική του δύναμη, ενώ τίποτα δε φαίνεται να τη σταματάει στην προσπάθειά της αυτή.
Η ιστορία είναι ακριβώς ό,τι πρέπει για τους Guardians of the Galaxy, καθώς προσφέρει άπλετη δράση με σωστές δόσεις χιούμορ (από σχεδόν όλους τους χαρακτήρες), ενώ εκτυλίσσεται ισορροπημένα στα πέντε συνολικά κεφάλαια του παιχνιδιού. Αυτό, όμως, που την κάνει να ξεχωρίζει από ένα σενάριο ταινίας δράσης, είναι η επίσκεψη στο παρελθόν όλων των χαρακτήρων. Έτσι, μαθαίνετε πολλά για τη σχέση του Star-Lord με την μητέρα του, ιδιαίτερα στις τελευταίες ημέρες της ζωής της, την προβληματική σχέση της Gamora με τη θετή αδερφή της, Nebula και τα όσα προβλήματα τους προκάλεσε η “υιοθεσία” τους από τον Thanos, τον πόνο που ένιωσε ο Rocket κατά την διάρκεια των πολλών πειραμάτων που έγιναν πάνω του, την αίσθηση της απώλειας που βιώνει ο Drax μετά το θάνατο της κόρης του και τέλος την αγνή αγάπη που έχει για την ομάδα ο Groot. Μου άρεσε πολύ το σενάριο, αν και κάποιες φορές ίσως φανεί αρκετά μελοδραματικό σε ορισμένους. Παρόλα αυτά, παραμένοντας πιστό στην αυθεντική ευαισθησία που έχουν οι Guardians of the Galaxy για την οικογένεια και την φιλία, επιμένει περισσότερο σε αυτές τις έννοιες ισορροπώντας, όμως πολύ καλά με την έντονη δράση. Στην τελική, αυτό που κερδίζει είναι όντως η εξαιρετικά σχεδιασμένη ιστορία, αποδεικνύοντας όπως προανέφερα το ταλέντο της TellTale.
Αντίθετα, ο τομέας όπου πάντα χώλαινε η TellTale, το gameplay δηλαδή, παραμένει προβληματικό αν και με κάπως βελτιωμένο σύστημα. Εκεί που έπρεπε να παίρνετε αποφάσεις του δευτερολέπτου, αυτή τη φορά οι πολύ κρίσιμες στιγμές δίνουν χρόνο για να τις σκεφτείτε. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το παιχνίδι είναι πολύ πιο καλοσχεδιασμένο ως προς την επίδραση που έχουν οι αποφάσεις σας, αφού οι τελευταίες μπορεί να οδηγήσουν σε εντελώς άλλη εξέλιξη.
Κατά την διάρκεια του παιχνιδιού μπορεί να σκοτωθούν κάποιοι χαρακτήρες ή να σας εγκαταλείψουν άλλοι, ενώ ανάλογα με τις αποφάσεις σας υπάρχουν πολλαπλά τέλη. Κατά τα άλλα, βέβαια, παραμένουν τα quicktime events όπου πρέπει να πατήσετε τα βελάκια δεξία, τα βελάκια αριστερά, πάνω, κάτω, μια το Q, μια το Ε, μια το shift και τo Q και ούτω καθεξής. Και ενώ τα πολλαπλά τέλη είναι μια εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη, τα παραπάνω απλά θυμίζουν το κακό που έκανε η TellTale συνολικά στα adventure (αφού την αντέγραψαν πολλοί).
Στο τομέα των γραφικών ισχύει ό,τι είχα αναφέρει στο κείμενο του πρώτου επεισοδίου. Σε αντίθεση με το γνωστό (που προσωπικά μου άρεσε πολύ) καρτουνίστικο εικαστικό σχεδόν κάθε τίτλου της Telltale, το Guardians of the Galaxy ακολουθεί την επιλογή του 3D που έχει και το Game of Thrones, με ένα σωρό καλούδια και ιδιαίτερα προχωρημένες ρυθμίσεις. Το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει ως προς τις φωτοσκιάσεις και τις λάμψεις και γενικότερα τα ατμοσφαιρικά εφέ. Τα μοντέλα, όμως, όποια ρύθμιση και να ακολουθήσετε, ακόμη και αν η κάρτα γραφικών σας το σηκώνει, παραμένουν απλοϊκά με ξύλινο σχετικά animation. Και βέβαια όλα τα παραπάνω χρειάζονται ένα αρκετά δυνατό μηχάνημα, κάτι που είναι εντελώς περιττό σε άλλα adventure.
Στον ήχο τα πράματα είναι πολύ καλύτερα, κυρίως λόγω της εξαιρετικής μουσικής ανθολογίας που τυλίγει όλο το background των Guardians of the Galaxy. Είτε τους βλέπετε σε ταινία είτε σε παιχνίδι, ένα είναι σίγουρο: ακούτε αθάνατα μουσικά pop και disco κομμάτια από τα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80. Παράλληλα, βέβαια, οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες μπορεί να μην είναι οι ίδιοι με τις ταινίες, το αποτέλεσμα όμως είναι εξίσου καλό (για να μην πω οριακά καλύτερο). Τέλος, τα ηχητικά εφέ κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα δίνοντας έξτρα ένταση στις σκηνές δράσης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου