Έξι χρόνια μετά την ολοκλήρωση της εξαιρετικής τριλογίας Black Mirror από τις Future Games και Cranberry Production, η King Art (The Book of Unwritten Tales, The Dwarves, The Raven) αναλαμβάνει την επανεκκίνηση της σειράς. Η συγκεκριμένη τριλογία, με το πρώτο παιχνίδι να κυκλοφορεί το 2003, προσέφερε ώρες gothic ατμόσφαιρας, κλασικό point and click χειρισμό και μια συναρπαστική ιστορία που πρέπει να ζήσουν όλοι οι λάτρεις των adventure games. Δυστυχώς, το νέο Black Mirror του 2017 έχει αρκετά προβλήματα, τόσο χειρισμού όσο και πλοκής.
Βρισκόμαστε στη Σκωτία του 1926, όπου ο David Gordon, μετά από τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του, επισκέπτεται το πατρικό του για πρώτη φορά. Το Black Mirror House είναι μια έπαυλη της βρετανικής εξοχής, με το απαραίτητο προσωπικό.
Ο παράξενος κηπουρός που φροντίζει τα λουλούδια αλλά σας έχει πάρει με κακό μάτι, ο καχύποπτος μπάτλερ που μοιάζει βγαλμένος από το Downton Abbey, η φοβισμένη και αθώα καμαριέρα και η αυστηρή κυρία του σπιτιού, είναι μερικοί από τους χαρακτήρες που συναντάτε και νιώθετε πως έχετε ξανασυναντήσει σε άλλες ιστορίες στο παρελθόν. Σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον ο David καλείται να καταλάβει τί πραγματικά συνέβη στον πατέρα του, να βρει έναν σύμμαχο στο πλευρό του, αλλά και να παλέψει με τα μεταφυσικά φαινόμενα που τον καταδιώκουν. Οδηγείται στην τρέλα όπως ο πατέρας του ή τα φαντάσματα των οραμάτων του αναζητούν λύτρωση;
Σε αντίθεση με την αρχική τριλογία, το νέο Black Mirror δεν είναι ακριβώς point and click. Στο PC έχετε δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε χειριστήριο και ποντίκι/πληκτρολόγιο, όμως και οι δύο επιλογές έχουν τα μειονεκτήματά τους. Καταρχήν, φαίνεται πως το παιχνίδι έχει σχεδιαστεί με πρώτη επιλογή το χειριστήριο, αφού διαφορετικά κινείστε με τα πλήκτρα WASD και κάνετε κλικ μόνο σε κοντινά hotspots. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να έχετε ευθυγραμμίσει κατάλληλα τον David ώστε να βλέπει το εκάστοτε hotspot, διαφορετικά δεν το βλέπει καν. Όταν, πάλι, εντοπίζετε κάποιο hotspot, τότε εμφανίζεται ένα τεράστιο “interact” ή “examine”, που εν μέρει χαλάει την ατμόσφαιρα. Η απόκριση του David στον χειρισμό είναι αργή, ενώ είναι πολύ εύκολο να περάσετε μέσα από μια πόρτα χωρίς να το θέλετε κατά την διάρκεια της εξερεύνησης του σπιτιού. Επίσης, κάθε φορά που αλλάζετε δωμάτιο περιμένετε μερικά δευτερόλεπτα στα σκοτάδι μέχρι να φορτώσει η νέα τοποθεσία, κάτι που αρχίζει να ενοχλεί μετά την πρώτη μισή ώρα παιχνιδιού. Καθώς το αρχοντικό αποτελείται από τουλάχιστον δύο ορόφους και ο κάθε χαρακτήρας εμφανίζεται σε διαφορετικό δωμάτιο σε κάθε κεφάλαιο του παιχνιδιού, περνάτε αρκετή ώρα είτε ψάχνοντας εκείνον με τον οποίο θέλετε να μιλήσετε είτε εξερευνώντας τα ίδια δωμάτια προς αναζήτηση νέων αντικειμένων.
Το inventory είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή και είναι το μέρος όπου μελετάτε και επεξεργάζεστε τα λιγοστά αντικείμενα που κουβαλάτε μαζί σας.
Στο ημερολόγιο ο David κρατάει ρεαλιστικές σημειώσεις σχετικά με ό,τι συμβαίνει γύρω του, ενώ το quest log σας εμφανίζει τί πρέπει να κάνετε στη συνέχεια. Ορισμένα χαρακτηριστικά του gameplay δείχνουν επηρεασμένα από τίτλους της Telltale, όπως το να διαλέγετε μεταξύ αλήθειας και ψέματος ή συζήτησης και επίθεσης, αλλά δεν επηρεάζουν την εξέλιξη ή το φινάλε.
Οι γρίφοι αφήνουν ανάμεικτα συναισθήματα. Πότε καταπιάνεστε με κλασικούς γρίφους, όπως το να μαντέψετε το συνδυασμό μιας κλειδαριάς, πότε η διαδικασία είναι θέμα τύχης και πότε απλά βρίσκετε το κατάλληλο αντικείμενο για την κατάλληλη χρήση. Κάποιες φορές ο David χρησιμοποιεί αυτόματα το αντικείμενο που χρειάζεται, άλλες φορές πρέπει να ανοίξετε το inventory και να επεξεργαστείτε ένα αντικείμενο πριν το κάνει. Δεν μπορείτε να μαζέψετε όποιο αντικείμενο βρίσκετε μπροστά σας, εκτός κι αν ξέρετε πού πρέπει να το χρησιμοποιήσετε, αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό πρόβλημα καθώς δεν υπάρχουν πολλά αντικείμενα για να σας απασχολήσουν. Κάτι ασυνήθιστο, ειδικά για τη σειρά Black Mirror, είναι η παρουσία quick time events. Κρατάτε το κουμπί του ποντικιού πατημένο, χρησιμοποιείτε τα WASD για να καλιμπράρετε τον κέρσορα μέσα σε κύκλο ή πατάτε γρήγορα ένα κουμπί. Όλες αυτές οι ενέργειες είναι φιλικές ως προς τις κονσόλες, όμως είναι περιττές για παιχνίδι adventure. Συν τοις άλλοις, δεν απουσιάζουν τα σημεία όπου κινδυνεύετε με game over, όμως ευτυχώς αυτά είναι λίγα και τα αναγνωρίζετε από την πρώτη εμφάνισή τους και μετά. Το συχνό save είναι ο καλύτερός σας φίλος
Τα γραφικά αποτελούνται κυρίως από χρώματα χαμηλών τόνων και το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εξελίσσεται νύχτα υπό το φως των κεριών. Ο αμυδρός φωτισμός και οι σκιάσεις δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για ιστορία φαντασμάτων, ενώ λεπτομέρειες όπως οι σταγόνες της βροχής που πέφτουν στο παράθυρο και η διακόσμηση του κάθε δωματίου του αρχοντικού σας φέρνουν πιο κοντά στο κλίμα της σκωτσέζικης εξοχής του 1920. Αντιθέτως, το animation των ηρώων είναι συχνά αφύσικο και θυμίζει παλαιότερες εποχές.
Η ιστορία εξελίσσεται μέσα από αξιοπρεπή cutscenes, που ούτε υπερβάλλουν σε αριθμό, ούτε κουράζουν. Κάποια ορθογραφικά λάθη στους υπότιτλους (πχ “where kept” αντί “were kept”) μπορεί να θεωρούνται λεπτομέρειες, αλλά μαρτυρούν βιασύνη από την πλευρά των δημιουργών. Η μουσική επένδυση είναι εξίσου ατμοσφαιρική όσο η ίδια η έπαυλη Black Mirror και πολλές φορές οι νότες παραπέμπουν σε Σκωτία. Δεν λείπουν οι ξαφνικοί ήχοι που έχουν ως στόχο να σας τρομάξουν, κάτι που είναι ευπρόσδεκτο στον συγκεκριμένο τίτλο. Τα βήματα στο ξύλινο πάτωμα, η δυνατή βροχή στη στέγη και το κροτάλισμα των κούτσουρων στο τζάκι είναι μερικά παραδείγματα των ικανοποιητικών ηχητικών εφέ. Όσον αφορά το voice acting, οι ηθοποιοί έχουν κάνει αρκετά καλή δουλειά και πείθουν με την εκφραστική φωνή τους, όμως δεν αποδίδουν την ξεχωριστή σκωτσέζικη προφορά της περιοχής.
- Blogger Comment
- Facebook Comment
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου