The Witcher 3: Blood and Wine Review

Είναι γενικά αποδεκτό πως το The Witcher 3 είναι ένα από τα καλύτερα παιχνίδια, όχι μόνο της γενιάς, αλλά και όλων των εποχών. Ένα παιχνίδι ολοκληρωμένο, προσεγμένο και εμπνευσμένο από όλες τις κατάλληλες ιδέες, που δύσκολα θα ξεπεραστεί. Και όμως, η CD Projekt δεν επαναπαύτηκε στην επιτυχία του βασικού τίτλου και έβγαλε το Blood and Wine, ένα σχεδόν αυτόνομο expansion που θυμίζει τις χρυσές εποχές των RPG.
Τα γεγονότα του The Witcher 3: Blood and Wine εξελίσσονται στο δουκάτο του Toussaint, ένα ανεξάρτητο κρατίδιο στη νότια περιοχή του Nilfgaard. Μετά από μία προσωπική πρόσκληση της δούκισσας Anna-Henrietta, ο Geralt επισκέπτεται το δουκάτο ώστε να εξιχνιάσει μια σειρά από περίεργους φόνους. Μπορεί η προηγουμενη περίοδος να μοιάζει επικίνδυνα πολύ με ένα ακόμα τυπικό κυνήγι τεράτων σαν αυτά του κύριου παιχνιδιού, το σενάριο όμως του expansion έχει να προσφέρει πολλά παραπάνω. Είναι βασικά ένα τεράστιο μυστήριο “whodunnit?”, γεμάτο με ανατροπές και αποκαλύψεις, επιλογές και συνέπειες. Και μέσα σε όλα αυτά, η ιστορία παραμένει και μια προσωπική υπόθεση (αν και σε μικρότερο βαθμό από το σενάριο του Wild Hunt), αφού εμπλέκονται σε αυτή πρόσωπα από το παρελθόν του Geralt.
Ο κύριος εκπρόσωπος του παρελθόντος του Geralt είναι ο Regis, ένας χαρακτήρας που δεν έχει εμφανιστεί ξανά στα παιχνίδια αλλά είναι ιδιαίτερα αρεστός σε όσους έχουν διαβάσει τα βιβλία. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του Regis εντοπίζεται στο ότι είναι ένας ανώτερος βρυκόλακας και αυτό ο Geralt το γνωρίζει. Διαμορφώνεται έτσι μια ιδιότυπη σχέση μεταξύ τους, γεμάτη αναφορές στο ποιος τελικά είναι ο θύτης και ποιος το θύμα, στην πραγματική φύση των Witchers και στο αν τα τέρατα του κόσμου του παιχνιδιού είναι πραγματικά τέρατα ή όχι. Το Blood and Wine εκμεταλλεύται στο έπακρο τη σχέση αυτή και καταλήγει να παρουσιάζει μερικές από τις πλέον αξιοσημειώτες συζητήσεις που έχουμε δει σε παιχνίδι. Πράγματι, ο Regis είναι ένας καταπληκτικά δουλεμένος χαρακτήρας, ικανός να σηκώσει από μόνος του τις κύριες αποστολές του expansion. Δίχως αυτό βέβαια να σημαίνει πως οι υπόλοιποι τομείς ωχριούν.
Όντας μικρότερο σε διάρκεια από την εκτενέστατη πλοκή του Wild Hunt, το main quest του Blood and Wine φαίνεται πιο συγκεντρωμένο και σφιχτο. Οι σχετικά λίγες αποστολές που το απαρτίζουν είναι πιο ουσιώδεις και ο βασικός στόχος παραμένει πάντα ορατός και προσεγγίσιμος. Οι χαρακτήρες που συναντάτε είναι επίσης λιγότεροι σε αριθμό αλλά παραμένουν σε κάθε περίπτωση ενδιαφέροντες, από την δούκισσα Anna-Henrietta μέχρι το πρόσωπο από το παρελθόν που ανέφερα πρωτύτερα. Από την άλλη, παρά την μικρή διάρκεια, η πλοκή καταφέρνει ξανά να έχει διάφορες διακλαδώσεις που καταλήγουν σε εντελώς διαφορετικούς επιλόγους, όλοι πιστευτοί. Σε γενικές γραμμές, μόνο καλά λόγια έχω για την ιστορία και τις βασικές αποστολές του Blood and Wine. Θα τολμούσα μάλιστα να πω πως βρίσκεται πάνω από την ιστορία του Wild Hunt, αν και αυτό είναι μία αρκετά υποκειμενική άποψη.
Στον αντίποδα, οι δευτερεύουσες αποστολές που σας απασχολούν στο δουκάτο του Toussaint είναι λιγότερο εντυπωσιακές και σίγουρα πιο κοινότυπες. Προσέξτε, αυτό δεν σημαίνει πως είναι βαρετές ή κάτι τέτοιο, απλά, ως επί το πλείστον, είτε στερούνται έμπνευσης είτε πραγματεύτονται πιο πεζά θέματα. Για το δεύτερο, ευθύνη ίσως έχει το γεγονός πως το Toussaint είναι μια περιοχή ανεπηρέαστη από τον πόλεμο που μαίνεται κατά τα γεγονότα του Witcher 3, οπότε δεν υπάρχει κάποια έτοιμη δικαιολογία για βαριά ατμόσφαιρα ή δύσκολες ιστορίες. Τέτοια είναι και η γενικότερη ατμόσφαιρα του Blood and Wine. Εκτός της κεντρικής ιστορίας που είναι πιο σκοτεινή (ειδικά προς το τέλος), στο δουκάτο επικρατεί μια ευθυμία, μια ανάλαφρη διάθεση σε κάθε περίπτωση, που αποτελεί ευχάριστη αντιπαράθεση στη βλοσυρότητα του Wild Hunt.
Τα παραπάνω είναι πρόδηλα και στην περιοχή του Toussaint. Καταρχάς, ποτέ δεν πέτυχα βροχή στις 15+ ώρες που ασχολήθηκα με το Blood and Wine, ενώ όλο το δουκάτο είναι καταπράσινο. Τα ονόματα στο Toussaint και η κουλτούρα του κρασιού που επικρατεί είναι σαφώς εμπνευσμένα από γαλλική αισθητική, η γεωγραφία όμως και τα χρώματα του χάρτη θυμίζουν έντονα Τοσκάνη. Αυτός είναι αρκετά μεγάλος σε έκταση και έχει απρόσμενα πολλά σημεία ενδιαφέροντος, ενώ η πρωτεύουσα Beauclair αποτελεί παράδειγμα στησίματος πόλης σε RPG. Τεχνικά, στηρίζεται από τη μηχανή του Wild Hunt με ελάχιστες αλλαγές, οι οποίες αφορούν κυρίως το motion blur. Συνάντησα και ορισμένα bugs κατά καιρούς, μερικά εκ των οποίων με ανάγκασαν να επανεκκινήσω το παιχνίδι. Συνολικά όμως, τόσο τεχνικά όσο και καλλιτεχνικά, το Toussaint στέκεται επάξια δίπλα στις περιοχές του βασικού παιχνιδιού.
Το Blood and Wine δεν φέρνει μόνο νέες αποστολές και νέο χάρτη αλλά και μερικές ενδιαφέρουσες προσθήκες στο gameplay. Πέρα από τα αναμενόμενα νέα όπλα και πανοπλίες, γίνεται και μια διακριτική μα καίρια προσθήκη στο σύστημα των skills του Geralt. Πλέον, πέρα από τα 12 skills που είναι δυνατόν να είναι ενεργά, μπορείτε να ενεργοποιήσετε τέσσερα ακόμα αλλά και ένα πέμπτο, που προκύπτει όμως από μία εξ ολοκλήρου καινούρια λίστα επιλογών, πολύ διαφορετικές από αυτές του Wild Hunt. Πρόκειται για επιλογές που δίνουν συγκεκριμένα buffs στον ήρωα που είναι ικανά να αλλάξουν εξ ολοκλήρου τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζετε τα signs, τα όπλα, ή τα φίλτρα. Είναι πολύ σπάνιο στις μέρες μας ένα DLC να φέρνει τέτοιου βεληνεκούς αλλαγές στο ρεζουμέ του gameplay ενός παιχνιδιού, όμως το Blood and Wine καταφέρνει να εμπλουτίζει κατάλληλα τη βασική φόρμουλα, χωρίς αφαιρεί κάτι από την ουσία της.
Το The Witcher 3: Blood and Wine είναι ένα κανονικό expansion που τα έχει όλα: καταπληκτική ιστορία, τεράστιο και πανέμορφο κόσμο και μερικές προσθήκες ζωτικής σημασίας στο gameplay. Πρόκειται για ένα κορυφαίο δείγμα DLC που ολοκληρώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα ούτως ή άλλως υπέροχο παιχνίδι. Αν έχετε το The Witcher 3, αγοράστε οπωσδήποτε το Blood and Wine (αν δεν το έχετε κάνει ήδη βέβαια). Αν ακόμα δεν έχετε ασχοληθεί με το The Witcher 3, πάρτε τα και τα δύο μαζί.
Share on Google Plus

About Freegr network

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου